Anonymous

σποργίλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "\/" to "/")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , )")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] πουλιού, πιθ. ο [[σπουργίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>σποργ</i>-[[ίλος]] / <i>σπέργ</i>-<i>ουλος</i> συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «[[σπουργίτι]]» και φωνηεντισμό <i>e</i>, όπως αρχ. άνω γερμ. <i>sperka</i>, αρχ. πρωσ. <i>spergla</i> (και με διαφορετικό φωνηεντισμό <i>spurglis</i>), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπαρ</i>-<i>Fάσιον</i>) με τα γοτθ. <i>sparwa</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sparo</i>, αρχ. νορβ. <i>sperr</i>. Με τους τ. [[επίσης]] συνδέονται πιθ. το ελλ. <i>ψάρ</i> «το [[πουλί]] [[ψαρόνι]]» και το λατ. <i>parra</i> «όρνις». Από τους τ. [[σποργίλος]], [[σπέργουλος]] και [[σπαράσιον]] αρχαιότερος [[είναι]] ο τ. [[σποργίλος]] σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>ιλος</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρχ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] εμφανίζει σπάνιο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[κοράσιον]], <i>κορυφάσιον</i>). Για τον τ. [[σπέργουλος]] / <i>πέργουλον</i> <b>βλ. λ.</b> [[σπέργουλος]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] πουλιού, πιθ. ο [[σπουργίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>σποργ</i>-[[ίλος]] / <i>σπέργ</i>-<i>ουλος</i> συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «[[σπουργίτι]]» και φωνηεντισμό <i>e</i>, όπως αρχ. άνω γερμ. <i>sperka</i>, αρχ. πρωσ. <i>spergla</i> (και με διαφορετικό φωνηεντισμό <i>spurglis</i>), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπαρ</i>-<i>Fάσιον</i>) με τα γοτθ. <i>sparwa</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sparo</i>, αρχ. νορβ. <i>sperr</i>. Με τους τ. [[επίσης]] συνδέονται πιθ. το ελλ. <i>ψάρ</i> «το [[πουλί]] [[ψαρόνι]]» και το λατ. <i>parra</i> «όρνις». Από τους τ. [[σποργίλος]], [[σπέργουλος]] και [[σπαράσιον]] αρχαιότερος [[είναι]] ο τ. [[σποργίλος]] σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>ιλος</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών ([[πρβλ]]. [[ὀρχίλος]], [[τροχίλος]]), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] εμφανίζει σπάνιο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[κοράσιον]], <i>κορυφάσιον</i>). Για τον τ. [[σπέργουλος]] / <i>πέργουλον</i> <b>βλ. λ.</b> [[σπέργουλος]].
}}
}}
{{etym
{{etym