3,277,121
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
|||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> (ΑΜ θύω)<br /> [[προσφέρω]] [[θυσία]], [[θυσιάζω]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>μτφ.</b><br /> <b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[εξοντώνω]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «θύω στον Βάκχο» — [[μεθώ]], [[πίνω]] υπερβολικά<br /> β) «θύω στην [[Αφροδίτη]]» — παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις<br /> γ) «θύω και απολλύω»<br /> i. [[κάνω]] μεγάλες καταστροφές<br /> ii. παρεκτρέπομαι σε μεγάλο βαθμό<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[προσφέρω]] [[μέρος]] των καρπών ή γενικώς των τροφίμων ως [[απαρχή]] στους θεούς<br /> <b>2.</b> [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]<br /> <b>3.</b> [[γιορτάζω]] [[κάτι]] με προσφορές, με θυσίες στους θεούς<br /> <b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>θύομαι</i><br /> (για άγρια θηρία) [[κατασπαράσσω]]<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[τελώ]] [[θυσία]]<br /> β) [[εορτάζω]] με θυσίες («τὰ [[διαβατήρια]] θυομένοις», <b>Θουκ.</b>)<br /> γ) [[μαντεύω]] με [[εξέταση]] των σπλάχνων του θύματος<br /> <b>6.</b> <b>φρ.</b> «θύομαι ἐπί τινι ἢ ἐπί τι(να)» — [[ζητώ]] να [[λάβω]] [[μαντεία]] για [[κάτι]] (α. «θυομένω ἐπί Κρότωνα» — ενώ θυσίαζε ζητώντας να λάβει [[μαντεία]] για την [[εκστρατεία]] [[κατά]] του Κρότωνος, <b>Ηρόδ.</b><br /> β. «έθύετο έπ' έξόδω» — ζητούσε να λάβει [[μαντεία]] προκειμένου να εξέλθει, <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>7.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. και παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ θυόμενα</i> και <i>τὰ τεθυμένα</i> (ενν. <i>Ιερά</i>)<br /> οι σάρκες των θυμάτων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>dhw</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dheu</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» και συνδέεται με το λατ. <i>suf</i>-<i>fio</i> «[[υποκαίω]], [[θυμιώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>dhw</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρέκταση]] -<i>i</i>-). Στα παρ. του <i>θύω</i> (I) εμφανίζονται επί [[πλέον]] δύο παρεκτεταμένα θέματα, ένα σιγμόληκτο ([[πρβλ]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> (ΑΜ θύω)<br /> [[προσφέρω]] [[θυσία]], [[θυσιάζω]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>μτφ.</b><br /> <b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[εξοντώνω]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «θύω στον Βάκχο» — [[μεθώ]], [[πίνω]] υπερβολικά<br /> β) «θύω στην [[Αφροδίτη]]» — παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις<br /> γ) «θύω και απολλύω»<br /> i. [[κάνω]] μεγάλες καταστροφές<br /> ii. παρεκτρέπομαι σε μεγάλο βαθμό<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[προσφέρω]] [[μέρος]] των καρπών ή γενικώς των τροφίμων ως [[απαρχή]] στους θεούς<br /> <b>2.</b> [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]<br /> <b>3.</b> [[γιορτάζω]] [[κάτι]] με προσφορές, με θυσίες στους θεούς<br /> <b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>θύομαι</i><br /> (για άγρια θηρία) [[κατασπαράσσω]]<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[τελώ]] [[θυσία]]<br /> β) [[εορτάζω]] με θυσίες («τὰ [[διαβατήρια]] θυομένοις», <b>Θουκ.</b>)<br /> γ) [[μαντεύω]] με [[εξέταση]] των σπλάχνων του θύματος<br /> <b>6.</b> <b>φρ.</b> «θύομαι ἐπί τινι ἢ ἐπί τι(να)» — [[ζητώ]] να [[λάβω]] [[μαντεία]] για [[κάτι]] (α. «θυομένω ἐπί Κρότωνα» — ενώ θυσίαζε ζητώντας να λάβει [[μαντεία]] για την [[εκστρατεία]] [[κατά]] του Κρότωνος, <b>Ηρόδ.</b><br /> β. «έθύετο έπ' έξόδω» — ζητούσε να λάβει [[μαντεία]] προκειμένου να εξέλθει, <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>7.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. και παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ θυόμενα</i> και <i>τὰ τεθυμένα</i> (ενν. <i>Ιερά</i>)<br /> οι σάρκες των θυμάτων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>dhw</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dheu</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» και συνδέεται με το λατ. <i>suf</i>-<i>fio</i> «[[υποκαίω]], [[θυμιώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>dhw</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρέκταση]] -<i>i</i>-). Στα παρ. του <i>θύω</i> (I) εμφανίζονται επί [[πλέον]] δύο παρεκτεταμένα θέματα, ένα σιγμόληκτο ([[πρβλ]]. [[θυσμικός]]) και ένα ερρινόληκτο ([[πρβλ]]. [[θυμιάω]]/-<i>ώ</i>) που αντιστοιχεί στο θ. του λατ. <i>fumus</i>, του αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i><i>ma</i>- και του αρχ. σλαβ. <i>dymŭ</i>, όλα με τη [[σημασία]] «[[καπνός]]». Το ρ. <i>θύω</i> (I) θα [[πρέπει]] να σήμαινε αρχικά «[[καπνίζω]], [[παράγω]] καπνό» και συγγενείς τ. με τη [[σημασία]] αυτή απαντούν σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Θρησκευτικού χαρακτήρα σημασίες το ρ. προσέλαβε μόνο στην Ελληνική. Για τη [[σχέση]] του με το <i>θύω</i> (ΙΙ) <b>βλ.</b> <i>το τελευταίο</i>.<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θύμα]], [[θυμιώ]], [[θυσία]], [[θύτης]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[θυηλή]], [[θυμέλη]], [[θύον]], [[θύος]], [[θυσμικός]], [[θυστάς]], [[θύστας]], [[θυστήριος]], [[θύστρα]], [[θυτήρ]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αναθύω]], <i>αντεπιθύω</i>, <i>αντιθύω</i>, [[αποθύω]], [[εκθύω]], <i>ενθύω</i>, [[επιθύω]], [[καταθύω]], [[μεταθύω]], [[προθύω]], [[συγκαταθύω]], [[συνθύω]].<br /><b>(II)</b><br /> θύω (Α)<br /> <b>1.</b> (για [[πνοή]] ανέμου και για υδάτινο, θαλάσσιο ή ποτάμιο [[ρεύμα]])<br /> κινούμαι βίαια, [[τρέχω]] ορμητικά (α. «[[Ζέφυρος]] [[μεγάλη]] σὺν λαίλαπι θύων», <b>Ομ. Οδ.</b><br /> β. «ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῦ ἀπαΐξας, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι θύων» — χυμώντας απ' την όχθη πήδησε στού ποταμού το [[μέσο]], κι αυτός όρμησε τρέχοντας με [[κύμα]] φουσκωμένο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[μαίνομαι]], [[είμαι]] μανιασμένος, [[βράζω]] («θύουσαν Ἅιδου [[μητέρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με απαρμφ.) [[επιθυμώ]] σφοδρά («θύω ἐνισπεῖν», Απολλ. Ρόδ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο παράλλ. τ. του ενεστ. [[θύνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θύ</i>-<i>νF</i>-<i>ω</i>, και ο πρτ. <i>εθύνεον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>θυνεF</i>-<i>ον</i>) μπορεί να θεωρηθεί [[αντίστοιχος]] του αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i>-<i>no</i>-<i>ti</i> «[[σείω]]», [[οπότε]] το ρ. θα μπορούσε να αναχθεί στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>dhw</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dheu</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]». Ο [[άλλος]] [[παράλληλος]] τ. του ενεστ. [[θυίω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θυσ</i>-<i>γω</i>) προέρχεται από παρεκτεταμένο θ. <i>θυσ</i>- που εμφανίζεται και σε ορισμένα παρ. (<b>βλ.</b> [[κατωτέρω]]) και συνδέεται πιθ. με το λατ. <i>furo</i> «[[μαίνομαι]]». Η ύπαρξη παρ. με θ. σιγμόληκτο ([[πρβλ]]. <i>θυσ</i>-<i>τάς</i>) και ερρινόληκτο ([[πρβλ]]. [[θύνος]]) και η πιθ. [[αναγωγή]] του ρ. στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>dhw</i>- της ΙΕ ρίζας <i>dheu</i>-, χαρακτηριστικά και του <i>θύω</i> (I), [[καθώς]] και ορισμένοι τ. που μπορούν να θεωρηθούν παρ. [[είτε]] του ενός ρ. [[είτε]] του άλλου ([[πρβλ]]. [[θυστάς]], [[θυστήριος]]), αποτελούν ενδείξεις ότι το <i>θύω</i> (I) και (ΙΙ) συνέπιπταν αρχικά σε ένα και μόνο [[ρήμα]], που στη [[συνέχεια]] διασπάστηκε και διαφοροποιήθηκε μορφολογικά και σημασιολογικά. Η [[διαφοροποίηση]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει αρκετά δυσερμήνευτα [[σημεία]], [[έτσι]] ώστε κανένα [[συμπέρασμα]] δεν μπορεί να εξαχθεί με [[βεβαιότητα]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θύελλα]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[θυία]], <i>θυ</i>(<i>ι</i>)<i>άς</i>, [[Θυῖος]], [[θύνος]], [[θύσις]], [[θυστάς]], [[θυστήριος]], <i>θυώ</i>, [[Θυώνη]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναθύω]], [[επιθύω]], [[υπερθύω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |