3,273,773
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[πειθήνιος]] και δωρ. τ. [[πειθάνιος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[υποζύγιο]]) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα [[ηνία]], στο [[χαλινάρι]], αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυφλά]] [[υπάκουος]], άκριτα [[πειθαρχικός]] («[[είναι]] πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθαρχικός]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] (α. «[[πειθήνιος]] [[ψυχή]]», Ιεροκλ.<br />β. «πειθήνιον [[στράτευμα]]», Ονήσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», <b>Ιώσ.</b><br />β. «[[πειθήνιος]] [[λόγος]]», Βεττ. Βάλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειθήνιον</i><br />η [[ευπείθεια]], η [[υπακοή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειθηνίως</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[χειρουργική]]) με [[προσοχή]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> ([[ἡνία]]), | |mltxt=-α, -ο / [[πειθήνιος]] και δωρ. τ. [[πειθάνιος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[υποζύγιο]]) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα [[ηνία]], στο [[χαλινάρι]], αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυφλά]] [[υπάκουος]], άκριτα [[πειθαρχικός]] («[[είναι]] πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθαρχικός]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] (α. «[[πειθήνιος]] [[ψυχή]]», Ιεροκλ.<br />β. «πειθήνιον [[στράτευμα]]», Ονήσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», <b>Ιώσ.</b><br />β. «[[πειθήνιος]] [[λόγος]]», Βεττ. Βάλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειθήνιον</i><br />η [[ευπείθεια]], η [[υπακοή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειθηνίως</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[χειρουργική]]) με [[προσοχή]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> ([[ἡνία]]), [[πρβλ]]. [[φιλήνιος]]]. | ||
}} | }} |