Anonymous

περιρραντήριο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[περιρραντήριον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> χρυσό ή αργυρό [[σκεύος]] με αγιασμένο [[νερό]], με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν [[προτού]] εισέλθουν στον ναό<br /><b>2.</b> λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα [[γυναικών]] ή λιονταριών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στην είσοδο [[κάθε]] ιερού χώρου και περιείχαν αγιασμένο [[νερό]] για το καθαρτήριο [[πλύσιμο]] τών πιστών<br /><b>3.</b> [[σκεύος]] με [[νερό]] εξαγνισμού με το οποίο ράντιζαν τα σφάγια [[κατά]] τις θυσίες και ιεροτελεστίες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το όργανο με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τους πιστούς με αγιασμό, η [[αγιαστούρα]], το [[ραντιστήρι]], η φωτιστήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[περίρρανσις]], το [[ράντισμα]] [[γύρω]] [[γύρω]], από όλες τις πλευρές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιρραντήρια ἀγορᾱς» — τα μέρη της αγοράς που ραντίζονταν με [[νερό]] εξαγνισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιρραίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>), <b>πρβλ.</b> <i>απο</i>-<i>ρραντήριον</i>].
|mltxt=το / [[περιρραντήριον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> χρυσό ή αργυρό [[σκεύος]] με αγιασμένο [[νερό]], με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν [[προτού]] εισέλθουν στον ναό<br /><b>2.</b> λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα [[γυναικών]] ή λιονταριών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στην είσοδο [[κάθε]] ιερού χώρου και περιείχαν αγιασμένο [[νερό]] για το καθαρτήριο [[πλύσιμο]] τών πιστών<br /><b>3.</b> [[σκεύος]] με [[νερό]] εξαγνισμού με το οποίο ράντιζαν τα σφάγια [[κατά]] τις θυσίες και ιεροτελεστίες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το όργανο με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τους πιστούς με αγιασμό, η [[αγιαστούρα]], το [[ραντιστήρι]], η φωτιστήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[περίρρανσις]], το [[ράντισμα]] [[γύρω]] [[γύρω]], από όλες τις πλευρές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιρραντήρια ἀγορᾱς» — τα μέρη της αγοράς που ραντίζονταν με [[νερό]] εξαγνισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιρραίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>), [[πρβλ]]. [[απορραντήριον]]].
}}
}}