Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιρραντήριο

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το / περιρραντήριον, ΝΜΑ
1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό
2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στην είσοδο κάθε ιερού χώρου και περιείχαν αγιασμένο νερό για το καθαρτήριο πλύσιμο τών πιστών
3. σκεύος με νερό εξαγνισμού με το οποίο ράντιζαν τα σφάγια κατά τις θυσίες και ιεροτελεστίες
νεοελλ.-μσν.
το όργανο με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τους πιστούς με αγιασμό, η αγιαστούρα, το ραντιστήρι, η φωτιστήρα
αρχ.
1. η περίρρανσις, το ράντισμα γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές
2. φρ. «περιρραντήρια ἀγορᾱς» — τα μέρη της αγοράς που ραντίζονταν με νερό εξαγνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρραίνω + επίθημα -τήριο(ν), πρβλ. απορραντήριον].