Anonymous

παιφάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιφάσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι<br /><b>2.</b> σείομαι<br /><b>3.</b> [[κινώ]] [[κάτι]] βίαια, [[σείω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>μαι</i>-<i>μάω</i>). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα [[χωρίο]] της Ιλ. <i>παιπάσσουσα παντί φαινομένη</i> προκύπτει η σημ. «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]]». Αν θεωρηθεί ότι αυτή [[είναι]] η αρχική του σημ., [[τότε]] θα ήταν δυνατόν να υποτεθεί [[ένας]] [[αρκτικός]] [[φθόγγος]] <i>ğhw</i>- για το ρ. και να συνδεθεί με το λατ. <i>fax</i> «[[πυρσός]]» και το λιθουαν. <i>žvakė</i> «[[κερί]]»].
|mltxt=[[παιφάσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι<br /><b>2.</b> σείομαι<br /><b>3.</b> [[κινώ]] [[κάτι]] βίαια, [[σείω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό ([[πρβλ]]. [[μαιμάω]]). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα [[χωρίο]] της Ιλ. <i>παιπάσσουσα παντί φαινομένη</i> προκύπτει η σημ. «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]]». Αν θεωρηθεί ότι αυτή [[είναι]] η αρχική του σημ., [[τότε]] θα ήταν δυνατόν να υποτεθεί [[ένας]] [[αρκτικός]] [[φθόγγος]] <i>ğhw</i>- για το ρ. και να συνδεθεί με το λατ. <i>fax</i> «[[πυρσός]]» και το λιθουαν. <i>žvakė</i> «[[κερί]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm