Anonymous

πεταχτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[πέταγμα]], με [[ρίψη]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ευκίνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πεταχτή</i><br />η [[πεταχτάρα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεταχτό</i><br />το πρώτο χοντρό [[κονίαμα]] [[πάνω]] σε κατασκευαζόμενο τοίχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στα πεταχτά» <br />α) βιαστικά, [[γρήγορα]] («έγραψα στα πεταχτά»)<br />β) (για κυνηγό) με [[σκόπευση]] του πουλιού [[καθώς]] αυτό πετάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αορ. του [[πετώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηδηχ</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[πέταγμα]], με [[ρίψη]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ευκίνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πεταχτή</i><br />η [[πεταχτάρα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεταχτό</i><br />το πρώτο χοντρό [[κονίαμα]] [[πάνω]] σε κατασκευαζόμενο τοίχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στα πεταχτά» <br />α) βιαστικά, [[γρήγορα]] («έγραψα στα πεταχτά»)<br />β) (για κυνηγό) με [[σκόπευση]] του πουλιού [[καθώς]] αυτό πετάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του αορ. του [[πετώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[πηδηχτός]])].
}}
}}