πεταχτός
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη
2. ζωηρός, ευκίνητος
3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή
η πεταχτάρα
4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό
το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο
3. φρ. «στα πεταχτά»
α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα στα πεταχτά»)
β) (για κυνηγό) με σκόπευση του πουλιού καθώς αυτό πετάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αορ. του πετώ + κατάλ. -τος (πρβλ. πηδηχτός)].