3,277,119
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. )") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[πούς]], ποδός, ΝΜΑ, και [[πόδας]], ο, ΝΜ, και δωρ. τ. πός και, [[κατά]] τον Ησύχ, δωρ. τ. πῶς, και λακων. τ. πόρ, Α<br /><b>1.</b> το [[πόδι]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> [[σύνθεση]] της [[χρονικής]] αξίας δύο ή περισσότερων συλλαβών που περιέχουν σε δύο κινήσεις-κτύπους τη [[θέση]] και την [[άρση]], η οποία απαρτίζει [[μονάδα]], στην [[επανάληψη]] της οποίας οφείλεται η [[δημιουργία]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρυθμικός]] [[πους]]»<br />(αρχ. ελλ. μετρ.) [[μονάδα]] υποδιαίρεσης τών στίχων που περιέχει απαραίτητα μία [[τουλάχιστον]] μακρά και μία βραχεία [[συλλαβή]]<br />β) «[[αττικός]] [[πους]]» — βασική [[μονάδα]] μήκους τών αρχαίων Ελλήνων διαιρούμενη σε 4 παλαιστές ή σε 16 δακτύλους, η οποία ισοδυναμεί με 0, 3083 [[μέτρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το βασικό [[τμήμα]] ενός εμβρύου σποριοφύτου ή σποριογόνου σώματος το οποίο [[είναι]] βυθισμένο στον ιστό του μητρικού φυτού και χρησιμεύει για τη [[στερέωση]] του εμβρύου και την [[απορρόφηση]] θρεπτικών συστατικών<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[μονάδα]] που χρησιμοποιείται για τη [[μέτρηση]] του μήκους τών αυλών του εκκλησιαστικού οργάνου και της οποίας το [[πλήθος]] για [[κάθε]] αυλό [[είναι]] χαρακτηριστικό για τον φθόγγο τον οποίο αυτός αποδίδει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πόδες ιστίων»<br /><b>ναυτ.</b> τα δύο εξέχοντα [[κάτω]] [[άκρα]] ιστίου, [[καθώς]] και το [[σχοινί]] με το οποίο έλκονται και τεντώνονται αυτά και διά μέσου των οποίων ρυθμίζεται η κόλπωση τών ιστίων<br />β) «[[παρά]] [[πόδα]]» ή «[[παρά]] [[πόδας]]» — στρατιωτικό [[παράγγελμα]] [[κατά]] το οποίο το όπλο τοποθετείται όρθιο [[δίπλα]] στο δεξί [[πόδι]] και κρατιέται με το δεξί [[χέρι]]<br />γ) «επί ποδός»<br />i) όρθια<br />ii) <b>μτφ.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά<br />δ) «επί ποδός πολέμου» — έτοιμοι για πόλεμο<br />ε) «γοργώ τω [[πόδι]]» — [[γρήγορα]], με [[ταχύτητα]]<br />στ) «[[διώκω]] [[κατά]] [[πόδας]]» — [[ακολουθώ]], [[καταδιώκω]] κάποιον [[συνεχώς]] και βιαστικά<br />3) «τα προ ποδών»<br />i) αυτά που [[είναι]] πολύ [[κοντά]]<br />ii) <b>μτφ.</b> αυτά που [[είναι]] [[κατάλληλα]] για άμεση [[χρήση]]<br />η) «[[πους]] της καθέτου»<br /><b>μαθημ.</b> [[σημείο]] στο οποίο η [[κάθετος]] συναντά τη [[γραμμή]] ή την [[επιφάνεια]], [[προς]] την οποία άγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αγγείο]]) [[πυθμένας]] («ἀγγεῖον... τρήματα ἐκ τῶν ὑπὸ ποδὸς ἔχον», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> όριο, [[σύνορο]] που καθορίζεται από λίθο<br /><b>3.</b> (σχετικά με διαγωνισμό κηρύκων) μεγάλο [[απόσπασμα]] που έπρεπε να απαγγείλει ο [[κήρυκας]] με μία [[αναπνοή]] προκειμένου να νικήσει στον διαγωνισμό<br /><b>4.</b> [[σημείο]], [[αφετηρία]] ή [[τέρμα]] μετρήσεως (α. «ἐς [[πόδας]] ἐκ κεφαλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐκ ποδῶν δ' ἄνω... εἰς [[ἄκρον]] [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η δοτ.) <i>ποσί</i>, <i>ποσσί</i>, <i>πόδεσσι</i><br />[[συχνά]] προστίθεται σε ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]], όπως [[βαίνω]], [[προστρέχω]], <i>θέω</i>, <i>πηδῶ</i>, [[σκαίρω]], <i>ὀρχοῦμαι</i>, [[πλίσσομαι]], [[ἔρχομαι]] ή σε ρήματα που δηλώνουν [[ποδοπάτημα]], [[καταπάτηση]], προκειμένου να προσδώσει [[έμφαση]] (α. «ἐπεμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b> β. «πόσσι καταστείβοισι», Σαπφ.)<br />β. (στον Όμηρο) [[πηδάλιο]] πλοίου ή [[σχοινί]] με το οποίο μετακινούσαν το [[κέρας]] πλοίου, την [[αντένα]]<br /><b>7.</b> [[πόδι]], [[στήριγμα]] επίπλου<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πόδες</i><br />οι [[πρόποδες]] βουνού («πάντες δ' ἐσσείοντο πόδες [[πολυπίδακος]] Ἴδης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ποσὶν [[ἐρίζω]]» — [[αγωνίζομαι]] σε αγώνα δρόμου<br />β) «νικῶ ποσί» — [[νικώ]] σε αγώνα δρόμου<br />γ) «αἵρομαι ἆθλα ποσί» και «αἵρομαι ποδῶν [[τιμή]] [ή [[αἴγλη]] ή [[ἀρετὴ]] ή [[ὁρμή]]]» — [[κερδίζω]] [[βραβείο]] σε αγώνα δρόμου<br />δ) «[[πόδα]] τίθημ' ὑπόπτερον» — [[κινώ]]<br />ε) «νόστιμον ναῦς ἐκίνησε [[πόδα]]» — το [[πλοίο]] ξεκίνησε κατευθυνόμενο [[προς]] την [[πατρίδα]]<br />στ) «φωνὴ τῶν ποδῶν τοῦ ὑετοῦ» — ο [[ήχος]] της βροχής [[κατά]] την [[πτώση]] της<br />ζ) «[[πρόσθε]] [ή πρὸ ή [[προπάροιθε]]] ποδῶν» ή «[[πρόσθε]] [ή πρὸ] ποδός» — ενώπιον κάποιου<br />η) παρὰ [ή πὰρ] ποδός» — [[πρόχειρα]], βιαστικά, [[αμέσως]]<br />θ) «πὰρ ποδί» — [[κοντά]]<br />ι) «πάραι ποσὶ κάππεσε [[θυμός]]» — αποθαρρύνθηκα εντελώς<br />ια) «παρὰ [[πόδα]]» i) σε μια [[στιγμή]]<br />ii) [[αμέσως]] [[μετά]]<br />iii) [[πρόχειρα]], βιαστικά («παρὰ [[πόδα]] οἱ ἔλεγχοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />ιβ) «[[παρά]] [[πόδας]]»<br />i) πιο [[κάτω]], χαμηλότερα<br />ii) [[αμέσως]] [[μετά]]<br />ιγ) «ἐν ποσί» — [[κοντά]]<br />ιδ) «τὸ πρὸς ποσί» — αυτό που [[είναι]] [[μπροστά]] στα πόδια, που [[είναι]] [[κοντά]]<br />ιε) «ἐκ ποδῶν» — [[μακριά]]<br />ιστ) «ἐκ ποδὸς [[ἕπομαι]]» — [[παρακολουθώ]] από [[κοντά]]<br />ιζ) «[[διώκω]] ἐκ ποδῶν» — [[διώκω]] [[κατά]] [[πόδας]]<br />ιη) «κατὰ [[πόδας]] [[ἡμέρα]]» — η [[αμέσως]] επόμενη [[ημέρα]]<br />ιθ) «κατὰ [[πόδας]] αἱρῶ» — [[συλλαμβάνω]] κάποιον ενώ τρέχει<br />κ) «κατὰ [[πόδας]] τινὸς [[ἐλαύνω]] [ή [[ἔρχομαι]]]» — [[βαδίζω]] [[πίσω]] από κάποιον<br />κα) «ἀνά ποδὸς»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔμπαλιν]], [[ὀπίσω]]» — κβ) «ἐπὶ [[πόδα]]» — βαδίζοντας [[προς]] τα [[πίσω]]<br />κγ) «ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχωρῶ [ή [[ἀνάγω]] ή ἀναχάζομαι]»<br />i) [[υποχωρώ]] [[χωρίς]] να [[στρέφω]] τα [[νώτα]]<br />ii) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υποχωρώ]] με [[τάξη]], [[ήσυχα]]<br />κδ) «γίνεται ἡ [[ἔξοδος]] [[οἷον]] ἐπὶ [[πόδας]]» — το [[παιδί]] γεννιέται με τα πόδια [[προς]] τα [[εμπρός]]<br />κε) «περὶ [[πόδα]]»<br />([[κυρίως]] για πέδιλο) i) αυτός που [[είναι]] [[γύρω]] από το [[πόδι]]<br />ii) αυτός που εφαρμόζει ακριβώς<br />κστ) «ὡς ποδῶν ἔχει» — με όλη την [[δύναμη]] τών ποδιών του, όσο πιο [[γρήγορα]] μπορεί<br />κζ) «ἔξω τινὸς [[πόδα]] ἔχω» — δεν έχω [[σχέση]] με [[κάτι]], δεν [[είμαι]] αναμεμιγμένος σε [[κάτι]]<br />κη) «ἀμφοῑν ποδοῑν» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει δραστήρια [[ενέργεια]]<br />κθ) «ὅλῳ ποδί» — ολοκληρωτικά, εντελώς<br />λ) «ὑπὸ [[πόδας]] τίθεμαι» — [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]]<br />λα) «ὁ ὑπὸ [[πόδα]]» — αυτός που βρίσκεται σε ορισμένη [[σειρά]] [[μετά]] από κάποιον<br />λβ) «ὑπὸ [[πόδα]] χωρῶ» — [[υποχωρώ]]<br />λγ) «ὀρθῷ ποδί» — [[προς]] τα [[πάνω]]<br />λδ) «ἁλιεῖς ἀπὸ ποδός» — [[πιθανώς]] αυτοί που ψαρεύουν από την [[ξηρά]]<br />λε) «[[ποτίζω]] ἀπό ποδός» — [[ποτίζω]] με τη [[βοήθεια]] βοδιών τα οποία, κινούμενα, στρέφουν τον τροχό του πηγαδιού<br />λστ) «[[πόδας]] [[ὠκύς]]»<br />(στην Ιλ.) [[προσωνυμία]] του Αχιλλέως, [[γοργοπόδαρος]]<br />λζ) «ἐξ ἑνὸς ποδός» — [[μόνος]]<br />λη) «οἱ δι' ἀφ ἡσύχου ποδός» — αυτοί που ζούν [[ήσυχα]]<br />λθ) «χαλῶ [[πόδα]]» — [[χαλαρώνω]] το [[σχοινί]] του ιστίου πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πούς]], <i>ποδός</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>pod</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ped</i>- «[[πόδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>t</i>, λατ. <i>pes</i>, <i>pedis</i> (με απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας), αρχ. νορβ. <i>f</i><i>ō</i><i>tr</i>, γοτθ. fōtuz [[καθώς]] και με τα νεώτερα: γαλλ. <i>pied</i>, αγγλ. <i>foot</i>, γερμ. <i>FuB</i>. Στην Ελληνική η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά μόνο σε [[μερικά]] παρ. με ιδιαίτερη σημ. (<b>πρβλ.</b> [[πεδά]], [[πέδη]], [[πέδιλον]], [[πέδον]], [[πέζα]], [[πεζός]]). Αντιθέτως, ο τ. [[πούς]] εμφανίζει το βραχύ -<i>ο</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας σ' όλες τις πτώσεις με [[εξαίρεση]] την ονομ. εν., όπου στην Ιωνική-Αττική απαντά τ. [[πούς]] (με δίφθογγο -<i>ου</i>- νεώτερη και πιθ. αναλογική [[προς]] το <i>δούς</i>, <i>δόντος</i>), ενώ στη Δωρική τ. <i>πῶς</i> (από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>πεδ</i>-). Ωστόσο, απαντούν και τ. ονομαστικής με βραχύ (<b>πρβλ.</b> δωρ. <i>πός</i>, λακων. <i>πόρ</i>, και τα ομηρ. σύνθ. <i>ἀελλό</i>-<i>πος</i>, <i>ἀρτί</i>-<i>πος</i>, <i>τρί</i>-<i>πος</i>). Η λ. απαντά ήδη και στη Μυκηναϊκή σε πολλούς τύπους, <b>πρβλ.</b> δοτ. <i>podei</i>, οργανική πληθ. <i>popi</i> = <i>popphi</i> = <i>ποπφι</i>, και τα σύνθ. <i>qetoropopi</i> = <i>τετράποπφι</i>, <i>tiripo</i> = [[τρίπους]]. Η λ. [[πούς]], [[τέλος]], απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λέξεων [[κυρίως]] με τη [[μορφή]] -[[πους]] ([[πρβλ]]. [[δίπους]]), [[αλλά]] και σε ορισμένα θεματικά συνθ. με τις μορφές -<i>ποδον</i> ([[πρβλ]]. [[ανδράποδον]], [[τετράποδον]]), -<i>πόδιος</i> ( | |mltxt=ο / [[πούς]], ποδός, ΝΜΑ, και [[πόδας]], ο, ΝΜ, και δωρ. τ. πός και, [[κατά]] τον Ησύχ, δωρ. τ. πῶς, και λακων. τ. πόρ, Α<br /><b>1.</b> το [[πόδι]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> [[σύνθεση]] της [[χρονικής]] αξίας δύο ή περισσότερων συλλαβών που περιέχουν σε δύο κινήσεις-κτύπους τη [[θέση]] και την [[άρση]], η οποία απαρτίζει [[μονάδα]], στην [[επανάληψη]] της οποίας οφείλεται η [[δημιουργία]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρυθμικός]] [[πους]]»<br />(αρχ. ελλ. μετρ.) [[μονάδα]] υποδιαίρεσης τών στίχων που περιέχει απαραίτητα μία [[τουλάχιστον]] μακρά και μία βραχεία [[συλλαβή]]<br />β) «[[αττικός]] [[πους]]» — βασική [[μονάδα]] μήκους τών αρχαίων Ελλήνων διαιρούμενη σε 4 παλαιστές ή σε 16 δακτύλους, η οποία ισοδυναμεί με 0, 3083 [[μέτρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το βασικό [[τμήμα]] ενός εμβρύου σποριοφύτου ή σποριογόνου σώματος το οποίο [[είναι]] βυθισμένο στον ιστό του μητρικού φυτού και χρησιμεύει για τη [[στερέωση]] του εμβρύου και την [[απορρόφηση]] θρεπτικών συστατικών<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[μονάδα]] που χρησιμοποιείται για τη [[μέτρηση]] του μήκους τών αυλών του εκκλησιαστικού οργάνου και της οποίας το [[πλήθος]] για [[κάθε]] αυλό [[είναι]] χαρακτηριστικό για τον φθόγγο τον οποίο αυτός αποδίδει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πόδες ιστίων»<br /><b>ναυτ.</b> τα δύο εξέχοντα [[κάτω]] [[άκρα]] ιστίου, [[καθώς]] και το [[σχοινί]] με το οποίο έλκονται και τεντώνονται αυτά και διά μέσου των οποίων ρυθμίζεται η κόλπωση τών ιστίων<br />β) «[[παρά]] [[πόδα]]» ή «[[παρά]] [[πόδας]]» — στρατιωτικό [[παράγγελμα]] [[κατά]] το οποίο το όπλο τοποθετείται όρθιο [[δίπλα]] στο δεξί [[πόδι]] και κρατιέται με το δεξί [[χέρι]]<br />γ) «επί ποδός»<br />i) όρθια<br />ii) <b>μτφ.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά<br />δ) «επί ποδός πολέμου» — έτοιμοι για πόλεμο<br />ε) «γοργώ τω [[πόδι]]» — [[γρήγορα]], με [[ταχύτητα]]<br />στ) «[[διώκω]] [[κατά]] [[πόδας]]» — [[ακολουθώ]], [[καταδιώκω]] κάποιον [[συνεχώς]] και βιαστικά<br />3) «τα προ ποδών»<br />i) αυτά που [[είναι]] πολύ [[κοντά]]<br />ii) <b>μτφ.</b> αυτά που [[είναι]] [[κατάλληλα]] για άμεση [[χρήση]]<br />η) «[[πους]] της καθέτου»<br /><b>μαθημ.</b> [[σημείο]] στο οποίο η [[κάθετος]] συναντά τη [[γραμμή]] ή την [[επιφάνεια]], [[προς]] την οποία άγεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αγγείο]]) [[πυθμένας]] («ἀγγεῖον... τρήματα ἐκ τῶν ὑπὸ ποδὸς ἔχον», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> όριο, [[σύνορο]] που καθορίζεται από λίθο<br /><b>3.</b> (σχετικά με διαγωνισμό κηρύκων) μεγάλο [[απόσπασμα]] που έπρεπε να απαγγείλει ο [[κήρυκας]] με μία [[αναπνοή]] προκειμένου να νικήσει στον διαγωνισμό<br /><b>4.</b> [[σημείο]], [[αφετηρία]] ή [[τέρμα]] μετρήσεως (α. «ἐς [[πόδας]] ἐκ κεφαλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐκ ποδῶν δ' ἄνω... εἰς [[ἄκρον]] [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (η δοτ.) <i>ποσί</i>, <i>ποσσί</i>, <i>πόδεσσι</i><br />[[συχνά]] προστίθεται σε ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]], όπως [[βαίνω]], [[προστρέχω]], <i>θέω</i>, <i>πηδῶ</i>, [[σκαίρω]], <i>ὀρχοῦμαι</i>, [[πλίσσομαι]], [[ἔρχομαι]] ή σε ρήματα που δηλώνουν [[ποδοπάτημα]], [[καταπάτηση]], προκειμένου να προσδώσει [[έμφαση]] (α. «ἐπεμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b> β. «πόσσι καταστείβοισι», Σαπφ.)<br />β. (στον Όμηρο) [[πηδάλιο]] πλοίου ή [[σχοινί]] με το οποίο μετακινούσαν το [[κέρας]] πλοίου, την [[αντένα]]<br /><b>7.</b> [[πόδι]], [[στήριγμα]] επίπλου<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πόδες</i><br />οι [[πρόποδες]] βουνού («πάντες δ' ἐσσείοντο πόδες [[πολυπίδακος]] Ἴδης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ποσὶν [[ἐρίζω]]» — [[αγωνίζομαι]] σε αγώνα δρόμου<br />β) «νικῶ ποσί» — [[νικώ]] σε αγώνα δρόμου<br />γ) «αἵρομαι ἆθλα ποσί» και «αἵρομαι ποδῶν [[τιμή]] [ή [[αἴγλη]] ή [[ἀρετὴ]] ή [[ὁρμή]]]» — [[κερδίζω]] [[βραβείο]] σε αγώνα δρόμου<br />δ) «[[πόδα]] τίθημ' ὑπόπτερον» — [[κινώ]]<br />ε) «νόστιμον ναῦς ἐκίνησε [[πόδα]]» — το [[πλοίο]] ξεκίνησε κατευθυνόμενο [[προς]] την [[πατρίδα]]<br />στ) «φωνὴ τῶν ποδῶν τοῦ ὑετοῦ» — ο [[ήχος]] της βροχής [[κατά]] την [[πτώση]] της<br />ζ) «[[πρόσθε]] [ή πρὸ ή [[προπάροιθε]]] ποδῶν» ή «[[πρόσθε]] [ή πρὸ] ποδός» — ενώπιον κάποιου<br />η) παρὰ [ή πὰρ] ποδός» — [[πρόχειρα]], βιαστικά, [[αμέσως]]<br />θ) «πὰρ ποδί» — [[κοντά]]<br />ι) «πάραι ποσὶ κάππεσε [[θυμός]]» — αποθαρρύνθηκα εντελώς<br />ια) «παρὰ [[πόδα]]» i) σε μια [[στιγμή]]<br />ii) [[αμέσως]] [[μετά]]<br />iii) [[πρόχειρα]], βιαστικά («παρὰ [[πόδα]] οἱ ἔλεγχοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />ιβ) «[[παρά]] [[πόδας]]»<br />i) πιο [[κάτω]], χαμηλότερα<br />ii) [[αμέσως]] [[μετά]]<br />ιγ) «ἐν ποσί» — [[κοντά]]<br />ιδ) «τὸ πρὸς ποσί» — αυτό που [[είναι]] [[μπροστά]] στα πόδια, που [[είναι]] [[κοντά]]<br />ιε) «ἐκ ποδῶν» — [[μακριά]]<br />ιστ) «ἐκ ποδὸς [[ἕπομαι]]» — [[παρακολουθώ]] από [[κοντά]]<br />ιζ) «[[διώκω]] ἐκ ποδῶν» — [[διώκω]] [[κατά]] [[πόδας]]<br />ιη) «κατὰ [[πόδας]] [[ἡμέρα]]» — η [[αμέσως]] επόμενη [[ημέρα]]<br />ιθ) «κατὰ [[πόδας]] αἱρῶ» — [[συλλαμβάνω]] κάποιον ενώ τρέχει<br />κ) «κατὰ [[πόδας]] τινὸς [[ἐλαύνω]] [ή [[ἔρχομαι]]]» — [[βαδίζω]] [[πίσω]] από κάποιον<br />κα) «ἀνά ποδὸς»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔμπαλιν]], [[ὀπίσω]]» — κβ) «ἐπὶ [[πόδα]]» — βαδίζοντας [[προς]] τα [[πίσω]]<br />κγ) «ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχωρῶ [ή [[ἀνάγω]] ή ἀναχάζομαι]»<br />i) [[υποχωρώ]] [[χωρίς]] να [[στρέφω]] τα [[νώτα]]<br />ii) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υποχωρώ]] με [[τάξη]], [[ήσυχα]]<br />κδ) «γίνεται ἡ [[ἔξοδος]] [[οἷον]] ἐπὶ [[πόδας]]» — το [[παιδί]] γεννιέται με τα πόδια [[προς]] τα [[εμπρός]]<br />κε) «περὶ [[πόδα]]»<br />([[κυρίως]] για πέδιλο) i) αυτός που [[είναι]] [[γύρω]] από το [[πόδι]]<br />ii) αυτός που εφαρμόζει ακριβώς<br />κστ) «ὡς ποδῶν ἔχει» — με όλη την [[δύναμη]] τών ποδιών του, όσο πιο [[γρήγορα]] μπορεί<br />κζ) «ἔξω τινὸς [[πόδα]] ἔχω» — δεν έχω [[σχέση]] με [[κάτι]], δεν [[είμαι]] αναμεμιγμένος σε [[κάτι]]<br />κη) «ἀμφοῑν ποδοῑν» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει δραστήρια [[ενέργεια]]<br />κθ) «ὅλῳ ποδί» — ολοκληρωτικά, εντελώς<br />λ) «ὑπὸ [[πόδας]] τίθεμαι» — [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]]<br />λα) «ὁ ὑπὸ [[πόδα]]» — αυτός που βρίσκεται σε ορισμένη [[σειρά]] [[μετά]] από κάποιον<br />λβ) «ὑπὸ [[πόδα]] χωρῶ» — [[υποχωρώ]]<br />λγ) «ὀρθῷ ποδί» — [[προς]] τα [[πάνω]]<br />λδ) «ἁλιεῖς ἀπὸ ποδός» — [[πιθανώς]] αυτοί που ψαρεύουν από την [[ξηρά]]<br />λε) «[[ποτίζω]] ἀπό ποδός» — [[ποτίζω]] με τη [[βοήθεια]] βοδιών τα οποία, κινούμενα, στρέφουν τον τροχό του πηγαδιού<br />λστ) «[[πόδας]] [[ὠκύς]]»<br />(στην Ιλ.) [[προσωνυμία]] του Αχιλλέως, [[γοργοπόδαρος]]<br />λζ) «ἐξ ἑνὸς ποδός» — [[μόνος]]<br />λη) «οἱ δι' ἀφ ἡσύχου ποδός» — αυτοί που ζούν [[ήσυχα]]<br />λθ) «χαλῶ [[πόδα]]» — [[χαλαρώνω]] το [[σχοινί]] του ιστίου πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πούς]], <i>ποδός</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>pod</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ped</i>- «[[πόδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>t</i>, λατ. <i>pes</i>, <i>pedis</i> (με απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας), αρχ. νορβ. <i>f</i><i>ō</i><i>tr</i>, γοτθ. fōtuz [[καθώς]] και με τα νεώτερα: γαλλ. <i>pied</i>, αγγλ. <i>foot</i>, γερμ. <i>FuB</i>. Στην Ελληνική η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά μόνο σε [[μερικά]] παρ. με ιδιαίτερη σημ. (<b>πρβλ.</b> [[πεδά]], [[πέδη]], [[πέδιλον]], [[πέδον]], [[πέζα]], [[πεζός]]). Αντιθέτως, ο τ. [[πούς]] εμφανίζει το βραχύ -<i>ο</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας σ' όλες τις πτώσεις με [[εξαίρεση]] την ονομ. εν., όπου στην Ιωνική-Αττική απαντά τ. [[πούς]] (με δίφθογγο -<i>ου</i>- νεώτερη και πιθ. αναλογική [[προς]] το <i>δούς</i>, <i>δόντος</i>), ενώ στη Δωρική τ. <i>πῶς</i> (από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>πεδ</i>-). Ωστόσο, απαντούν και τ. ονομαστικής με βραχύ (<b>πρβλ.</b> δωρ. <i>πός</i>, λακων. <i>πόρ</i>, και τα ομηρ. σύνθ. <i>ἀελλό</i>-<i>πος</i>, <i>ἀρτί</i>-<i>πος</i>, <i>τρί</i>-<i>πος</i>). Η λ. απαντά ήδη και στη Μυκηναϊκή σε πολλούς τύπους, <b>πρβλ.</b> δοτ. <i>podei</i>, οργανική πληθ. <i>popi</i> = <i>popphi</i> = <i>ποπφι</i>, και τα σύνθ. <i>qetoropopi</i> = <i>τετράποπφι</i>, <i>tiripo</i> = [[τρίπους]]. Η λ. [[πούς]], [[τέλος]], απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λέξεων [[κυρίως]] με τη [[μορφή]] -[[πους]] ([[πρβλ]]. [[δίπους]]), [[αλλά]] και σε ορισμένα θεματικά συνθ. με τις μορφές -<i>ποδον</i> ([[πρβλ]]. [[ανδράποδον]], [[τετράποδον]]), -<i>πόδιος</i> ([[πρβλ]]. [[παραπόδιος]]), -<i>πόδης</i> (<b>πρβλ.</b> [[γυμνοπόδης]], [[στραβοπόδης]])].Παρ. και σύνθ. της λ. [[πους]]:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ποδάρι]](<i>ον</i>), [[ποδεών]], [[ποδιαίος]], [[ποδίζω]], [[ποδικός]], [[πόδι]](<i>ον</i>), [[ποδίσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποδείον]], [[ποδία]], [[ποδίς]], [[ποδότης]], [[πόδωμα]]<br />(μσν-νεοελλ.) [[ποδώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ποδάγρα]], [[πόδαργος]], [[ποδηγέτης]], [[ποδήρης]], [[ποδοκέφαλο]](<i>ν</i>), [[ποδόμακτρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποδαβρός]], [[ποδαλγής]], [[ποδανιπτήρ]], [[ποδάνιπτρον]], [[ποδάρκης]], [[πόδαυρος]], [[ποδεκμαγείον]], [[ποδένδυτος]], [[ποδηνεκής]], [[ποδήνεμος]], [[ποδίκροτος]], [[ποδοκτύπη]], [[ποδορραγής]], [[ποδόρρωρος]], [[ποδόστροφον]], [[ποδοτρόχαλος]], [[ποδουχώ]], [[ποδοφύλαξ]], [[ποδόψηστρον]], [[ποδοψόφος]], [[ποδώκης]], [[ποδώνυχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ποδηγός]], [[ποδοκάκκη]], [[ποδοστράβη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ποδόκοιλον]], [[ποδοκοπώ]], [[ποδοστρόφος]], [[ποδοσφαλώ]], [[ποδοφιλώ]], [[ποδοφορία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ποδοκόπι]], [[ποδοκτυπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποδήλατο]], [[ποδοδερματίτιδα]], [[ποδόδεσμος]], [[ποδόκαρπος]], [[ποδοκηρίο]], [[ποδονιψία]]. (Β συνθετικό) [[αντίπους]], [[άπους]], [[βραδύπους]], [[γυμνόπους]], [[δεκάπους]], [[δίπους]], [[εξάπους]], [[μονόπους]], [[οκτάπους]], [[πεντάπους]], [[πλατύπους]], [[πολύπους]], [[σκίμπους]], [[στεγανόπους]], [[στρεβλόπους]], [[ταχύπους]], [[τετράπους]], [[τρίπους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκυλόπους]], <i>αγχίπους</i>, [[αερσίπους]], <i>αιολόπους</i>, [[ακαμαντόπους]], [[ακαμπτόπους]], [[ακρόπους]], <i>αμαξόπους</i>, <i>ανελλίπους</i>, <i>ανεμόπους</i>, [[ανιπτόπους]], <i>ανύπους</i>, <i>απαλόπους</i>, <i>αργιόπους</i>, [[αργίπους]], [[αργυρόπους]], [[αροτρόπους]], [[αρτίπους]], <i>ασχιοτόπους</i>, <i>αυτόπους</i>, [[βαρύπους]], [[βροτόπους]], [[γεισίπους]], [[γωνιόπους]], [[δακτυλόπους]], [[δασύπους]], [[δεινόπους]], [[δολιόπους]], [[δολιχόπους]], [[δρακοντόπους]], [[δύσπους]], [[δωδεκάπους]], [[ειλίπους]], [[εκατόμπους]], [[εκκαιδεκάπους]], [[έκπους]], [[ελαφόπους]], [[ελεφαντόπους]], <i>ενδεκάπους</i>, [[εννεάπους]], [[εξηκοντάπους]], [[έξπους]], [[επτακαιδεκάπους]], [[επτάπους]], [[ερυθρόπους]], [[ετερόπους]], [[εύπους]], [[εχινόπους]], [[ηλιόπους]], [[ημίπους]], [[ηχόπους]], [[θηλύπους]], [[θυελλόπους]], [[ιμαντόπους]], [[ισχνόπους]], [[ισχυρόπους]], [[κακόπους]], [[καλάπους]], [[καλλίπους]], [[καλόπους]], [[καμψίπους]], [[καναχήπους]], [[καρκινόπους]], [[κερατόπους]], [[κεφαλόπους]], [[κλείπους]], [[κλινόπους]], [[κλοιόπους]], [[κοινόπους]], [[κονιόπους]], [[κορωνόπους]], [[κουφόπους]], [[κραταίπους]], [[κρατησίπους]], [[κυλλόπους]], [[κυνόπους]], [[λαγώπους]], [[λαιόπους]], [[λαμπρόπους]], [[λασιόπους]], [[λειόπους]], [[λεοντόπους]], [[λεπτόπους]], [[λευκόπους]], [[μαλακόπους]], [[μεγαλόπους]], [[μελάμπους]], [[μελανόπους]], [[μικρόπους]], [[μυριόπους]], <i>ναύπους</i>, <i>ναυσίπους</i>, [[νηλίπους]], [[νηξίπους]], [[νήπους]], [[οξύπους]], [[οπισθόπους]], [[οποσάπους]], [[ορθόπους]], [[ορσίπους]], <i>ουλόπους</i>, [[οφιόπους]], [[παλίμπους]], [[παχύπους]], [[περίπους]], [[περισσόπους]], [[πνοήπους]], [[πολυτρίπους]], [[ποσάπους]], [[πρόπους]], [[πτερόπους]], [[πυξινόπους]], [[ραγόπους]], [[σαράπους]], [[σαυκρόπους]], [[σιδηρόπους]], [[σκαμβόπους]], [[σκληρόπους]], [[στενόπους]], [[στερεόπους]], <i>οτικτόπους</i>, [[στρογγυλόπους]], [[στρουθόπους]], [[σύμπους]], <i>συριγγόπους</i>, <i>συρόπους</i>, [[σφηνόπους]], [[σφιγγόπους]], [[σχιδανόπους]], [[σχιζόπους]], [[ταναύπους]], [[τανύπους]], [[ταυρόπους]], <i>τετρίπους</i>, <i>τετταρακαιεικοσίπους</i>, [[τραγόπους]], [[τραχύπους]], [[τριακοντάπους]], [[τυφλόπους]], [[υγιόπους]], [[υπόπους]], [[υποτρίπους]], [[υστερόπους]], [[υψηλόπους]], [[υψίπους]], [[φαινόπους]], [[φαλιόπους]], [[φελλόπους]], [[χαλαίπους]], [[χαλκόπους]], [[χαμαίπους]], [[χειρόπους]], [[χιλιόπους]], [[χλιδωνόπους]], [[χρυσόπους]], [[χυτρόπους]], [[χωλόπους]], <i>ψαυκρόπους</i>, <i>ψηττόπους</i>, [[ωκύπους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βραχύπους</i>, [[κοιλόπους]], [[μακρόπους]], [[ραιβόπους]]]. | ||
}} | }} |