3,258,340
edits
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / πυγμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] πυγμής, [[σπιθαμιαίος]], κοντορεβιθούλης, [[νάνος]]<br /><b>2.</b> [[κοντόσωμος]], [[μικρόσωμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Πυγμαίοι</i><br />[[κάθε]] ανθρώπινη [[ομάδα]] της οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πυγμαῖοι</i><br />α) [[φυλή]] νάνων που κατοικούσε στην [[περιοχή]] του Άνω Νείλου της Αιθιοπίας («[[ὅθεν]] ὁ Νεῖλος ῥεῖ<br />ἔστι δὲ ὁ [[τόπος]] [[οὗτος]] περὶ ὅν οἱ Πυγμαῖοι κατοικοῦσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[μυθικός]] [[λαός]] που κατοικούσε στη νήσο Θούλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ Πυγμαίων» — η [[χώρα]] τών Πυγμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο / πυγμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] πυγμής, [[σπιθαμιαίος]], κοντορεβιθούλης, [[νάνος]]<br /><b>2.</b> [[κοντόσωμος]], [[μικρόσωμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οι Πυγμαίοι</i><br />[[κάθε]] ανθρώπινη [[ομάδα]] της οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πυγμαῖοι</i><br />α) [[φυλή]] νάνων που κατοικούσε στην [[περιοχή]] του Άνω Νείλου της Αιθιοπίας («[[ὅθεν]] ὁ Νεῖλος ῥεῖ<br />ἔστι δὲ ὁ [[τόπος]] [[οὗτος]] περὶ ὅν οἱ Πυγμαῖοι κατοικοῦσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[μυθικός]] [[λαός]] που κατοικούσε στη νήσο Θούλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ Πυγμαίων» — η [[χώρα]] τών Πυγμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραίος]]). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pygmy</i>, γαλλ. <i>pygmee</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |