Anonymous

σής: Difference between revisions

From LSJ
14 bytes removed ,  11 May 2023
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4, $5.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητός, ὁ, ΝΑ<br />(λόγ. τ.) λεπιδόπτερο [[έντομο]], ο [[σκόρος]] (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[ὅπου]] σὴς καὶ [[βρῶσις]] ἀφανίζει», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> [[σχολαστικός]] [[γραμματικός]] της Αλεξανδρινής εποχής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκώληξ]] ὁ ἐν τοῖς μελισσ(ε)ίοις γιγνόμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ής</i> [[κατά]] τα σιγμόληκτα επίθετα (<b>πρβλ.</b> <i>σαφ</i>-<i>ής</i>). Έχουν προταθεί διάφορες συνδέσεις της λ., όπως με το απαρμφ. <i>ψῆν</i> «[[ξύνω]]» ή με το ρ. [[σίνομαι]] «[[βλάπτω]]» και το λατ. <i>tinea</i> «[[σκόρος]]». Κατ' άλλους, ίσως πρόκειται για σημιτικό [[δάνειο]], <b>πρβλ.</b> ακκαδ. <i>s</i><i>ā</i><i>su</i>, εβρ. <i>s</i><i>ā</i><i>s</i> «[[σκόρος]]», αρμ. <i>cec</i> «[[σκουλήκι]]», αν δεν πρόκειται για συμπτωματική [[αντιστοιχία]] στην σημ. και την [[μορφή]]].
|mltxt=-ητός, ὁ, ΝΑ<br />(λόγ. τ.) λεπιδόπτερο [[έντομο]], ο [[σκόρος]] (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[ὅπου]] σὴς καὶ [[βρῶσις]] ἀφανίζει», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> [[σχολαστικός]] [[γραμματικός]] της Αλεξανδρινής εποχής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκώληξ]] ὁ ἐν τοῖς μελισσ(ε)ίοις γιγνόμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ής</i> [[κατά]] τα σιγμόληκτα επίθετα ([[πρβλ]]. [[σαφής]]). Έχουν προταθεί διάφορες συνδέσεις της λ., όπως με το απαρμφ. <i>ψῆν</i> «[[ξύνω]]» ή με το ρ. [[σίνομαι]] «[[βλάπτω]]» και το λατ. <i>tinea</i> «[[σκόρος]]». Κατ' άλλους, ίσως πρόκειται για σημιτικό [[δάνειο]], <b>πρβλ.</b> ακκαδ. <i>s</i><i>ā</i><i>su</i>, εβρ. <i>s</i><i>ā</i><i>s</i> «[[σκόρος]]», αρμ. <i>cec</i> «[[σκουλήκι]]», αν δεν πρόκειται για συμπτωματική [[αντιστοιχία]] στην σημ. και την [[μορφή]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm