Anonymous

σιγαλόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με [[πολλά]] και λαμπερά χρώματα) [[λείος]], [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]] («χιτῶνα... σιγαλόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά κοσμήματα που έχει («[[ἡνία]] σιγαλόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για διαμερίσματα [[καθώς]] και για οικιακά έπιπλα ή σκεύη) αυτός που έχει πλούσια [[διακόσμηση]], [[πολυτελής]] («ὑπερώϊα σιγαλόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λιπαρός]], [[ελαιώδης]] («ἀμύγδαλα σιγαλόεντα», Έρμιππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επικό επίθ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], με [[αφορμή]] τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>γελεῖν</i><br /><i>λάμπειν</i>, η λ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>γαλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[γαλήνη]]) με επιτατικό [[πρόθημα]] <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Σί</i>-<i>συφος</i>) και κατάλ. -<i>όεις</i>. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι, αν και πρόκειται για επικό επίθ., τα παράγωγά του (<b>πρβλ.</b> <i>σιγαλῶ</i>, [[σιγάλωμα]]) αποτέλεσαν τεχνικούς όρους. Κατ' άλλους, [[τέλος]], πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγική].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με [[πολλά]] και λαμπερά χρώματα) [[λείος]], [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]] («χιτῶνα... σιγαλόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά κοσμήματα που έχει («[[ἡνία]] σιγαλόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για διαμερίσματα [[καθώς]] και για οικιακά έπιπλα ή σκεύη) αυτός που έχει πλούσια [[διακόσμηση]], [[πολυτελής]] («ὑπερώϊα σιγαλόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λιπαρός]], [[ελαιώδης]] («ἀμύγδαλα σιγαλόεντα», Έρμιππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επικό επίθ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], με [[αφορμή]] τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>γελεῖν</i><br /><i>λάμπειν</i>, η λ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>γαλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[γαλήνη]]) με επιτατικό [[πρόθημα]] <i>σι</i>- ([[πρβλ]]. [[Σίσυφος]]) και κατάλ. -<i>όεις</i>. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι, αν και πρόκειται για επικό επίθ., τα παράγωγά του (<b>πρβλ.</b> <i>σιγαλῶ</i>, [[σιγάλωμα]]) αποτέλεσαν τεχνικούς όρους. Κατ' άλλους, [[τέλος]], πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm