Anonymous

στελεά: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , $7$9)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. στελεή και [[στειλειή]] και [[στειλέα]], ἡ, Α<br />[[ξύλινος]] [[στειλεός]], ξύλινη [[λαβή]] εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>στελ</i>-<i>εά</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειή</i> ([[πρβλ]]. [[δωρεά]], [[νευρειή]]) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>στέλος</i> και συνδέονται με τα αρμ. <i>stetn</i>, <i>stetun</i>-<i>k</i> «[[κορμός]], [[κλαδί]]» και αγγλοσαξ. <i>stela</i> «[[στέλεχος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέλεχος]]). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. [[στελεά]] / [[στειλειή]] μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους <i>στελ</i>-<i>εός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εός</i>), [[στειλεός]], <i>στειλ</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i> και το νεοελλ. <i>στελιός</i>, με [[συνίζηση]], [[καθώς]] και οι τ. ουδ. γένους <i>στελ</i>-<i>εόν</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εόν</i>). Αρχικοί, [[τέλος]], θεωρούνται οι τ. με θ. <i>στελ</i>-, ενώ ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>στει</i> οφείλεται [[προφανώς]] σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και επικ. τ. στελεή και [[στειλειή]] και [[στειλέα]], ἡ, Α<br />[[ξύλινος]] [[στειλεός]], ξύλινη [[λαβή]] εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>στελ</i>-<i>εά</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειή</i> ([[πρβλ]]. [[δωρεά]], [[νευρειή]]) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>στέλος</i> και συνδέονται με τα αρμ. <i>stetn</i>, <i>stetun</i>-<i>k</i> «[[κορμός]], [[κλαδί]]» και αγγλοσαξ. <i>stela</i> «[[στέλεχος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέλεχος]]). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. [[στελεά]] / [[στειλειή]] μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους <i>στελ</i>-<i>εός</i> ([[πρβλ]]. [[κολεός]]), [[στειλεός]], <i>στειλ</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i> και το νεοελλ. <i>στελιός</i>, με [[συνίζηση]], [[καθώς]] και οι τ. ουδ. γένους <i>στελ</i>-<i>εόν</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειόν</i> ([[πρβλ]]. [[κολεόν]]). Αρχικοί, [[τέλος]], θεωρούνται οι τ. με θ. <i>στελ</i>-, ενώ ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>στει</i> οφείλεται [[προφανώς]] σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
}}
{{ls
{{ls