Anonymous

σφαδᾴζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σφαράζω]] και [[σφαράσσω]] Ν, και δ. γρφ. [[σφαδάζω]] και σφαδαΐζω και [[σφραδάζω]] Α<br />κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με [[σφοδρότητα]], [[σπαρταρώ]] (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]] που δεν έχει [[ακόμη]] δαμαστεί) [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θέλω]] να ορμήσω σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[δείχνω]] [[ανυπομονησία]] («ὁρῶν ἀγανακτοῦντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐσφάδαζον<br />διηπόρουν, ἐφρόντιζον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[σφαδάζω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>nd</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>e</i>(<i>n</i>)<i>d</i>- «[[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]], [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]], [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>spandate</i> «[[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]]». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. [[σφαδασμός]]<br />[[σπασμός]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>, υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. <i>σπα</i>-<i>δ</i>- του [[σπάω]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σπαδ</i>-<i>ών</i>) και [[εναλλαγή]] -<i>π</i>-/-<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]). Τέλος, οι δ. γρφ. <i>σφαδαΐζω</i> και <i>σφαδᾳζω</i> θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τον τ. [[ματαΐζω]] / [[ματάζω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σφαράζω]] και [[σφαράσσω]] Ν, και δ. γρφ. [[σφαδάζω]] και σφαδαΐζω και [[σφραδάζω]] Α<br />κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με [[σφοδρότητα]], [[σπαρταρώ]] (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]] που δεν έχει [[ακόμη]] δαμαστεί) [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θέλω]] να ορμήσω σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[δείχνω]] [[ανυπομονησία]] («ὁρῶν ἀγανακτοῦντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐσφάδαζον<br />διηπόρουν, ἐφρόντιζον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[σφαδάζω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>nd</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>e</i>(<i>n</i>)<i>d</i>- «[[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]], [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]], [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>spandate</i> «[[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]]». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. [[σφαδασμός]]<br />[[σπασμός]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>, υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. <i>σπα</i>-<i>δ</i>- του [[σπάω]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- ([[πρβλ]]. [[σπαδών]]) και [[εναλλαγή]] -<i>π</i>-/-<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]). Τέλος, οι δ. γρφ. <i>σφαδαΐζω</i> και <i>σφαδᾳζω</i> θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τον τ. [[ματαΐζω]] / [[ματάζω]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σφαδᾴζω en σφαδάζω heftig of ongecontroleerd bewegen; van paarden steigeren, bokken:; ἡ δ’ ἐσφάδαιζε het andere (paard) bokte Aeschl. Pers. 194; ὁ... ἵππος πληγεὶς σφαδᾴζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον het paard werd geraakt, steigert en werpt Cyrus af Xen. Cyr. 7.1.37; van personen stuiptrekken, wild bewegen, kronkelen:. Plut. Ant. 76.11. overdr. (staan te) trappelen (van ongeduld):. ἐπὶ τὴν μάχην om de strijd in te gaan Plut. Caes. 42.3 = εἰς τὸν ἀγῶνα Plut. Phil. 6.10. tegenstribbelen, krampachtig vechten (om), met ὑπέρ + gen. om, ten behoeve van. Plut. Ages. 35.4.
|elnltext=σφαδᾴζω en σφαδάζω heftig of ongecontroleerd bewegen; van paarden steigeren, bokken:; ἡ δ’ ἐσφάδαιζε het andere (paard) bokte Aeschl. Pers. 194; ὁ... ἵππος πληγεὶς σφαδᾴζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον het paard werd geraakt, steigert en werpt Cyrus af Xen. Cyr. 7.1.37; van personen stuiptrekken, wild bewegen, kronkelen:. Plut. Ant. 76.11. overdr. (staan te) trappelen (van ongeduld):. ἐπὶ τὴν μάχην om de strijd in te gaan Plut. Caes. 42.3 = εἰς τὸν ἀγῶνα Plut. Phil. 6.10. tegenstribbelen, krampachtig vechten (om), met ὑπέρ + gen. om, ten behoeve van. Plut. Ages. 35.4.
}}
}}