3,273,773
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, επικ. τ. [[τρώω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις)<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[φθορά]] («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το [[κύρος]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] («τὸ [[ἀκόντιον]]... ἔτρωσεν αὐτόν», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> (συν. σχετικά με [[πλοίο]]) α) [[προξενώ]] [[βλάβη]], [[προξενώ]] ζημιές<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]] («καὶ ἐπιδιώκοντες ὡς διὰ βραχείας ἔτρωσαν μὲν πολλὰς [τῶν νεῶν]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>4.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («τιτρώσκει δὲ τὸ ὠὸν τῇ προτέρᾳ ἤ ἐκλέπει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[βλαβερός]] («οἶνός τε τρώει [[μελιηδής]], ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τιτρώσκομαι</i><br /><b>ιατρ.</b> (για [[γυναίκα]]) [[υφίσταμαι]] [[έκτρωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[τιτρώσκω]] φόνον» — [[επιφέρω]] θανάσιμο [[τραύμα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i>, με ενεστ. διπλασιασμό <i>τι</i>- και [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρά</i>-<i>σκω</i>), έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τερη</i>- της ρίζας <i>ter</i>- «[[διαπερνώ]], [[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρον]], [[τερηδών]]), με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Από το θ. του ρ. [[τιτρώσκω]], [[χωρίς]] διπλασιασμό και [[επίθημα]] -<i>σκω</i>, έχει σχηματιστεί ο επικ. ενεστ. [[τρώω]] και [[επίσης]] τα ρηματ. ονόματα [[τρῶσις]] ( | |mltxt=ΝΑ, επικ. τ. [[τρώω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις)<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[φθορά]] («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το [[κύρος]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] («τὸ [[ἀκόντιον]]... ἔτρωσεν αὐτόν», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> (συν. σχετικά με [[πλοίο]]) α) [[προξενώ]] [[βλάβη]], [[προξενώ]] ζημιές<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]] («καὶ ἐπιδιώκοντες ὡς διὰ βραχείας ἔτρωσαν μὲν πολλὰς [τῶν νεῶν]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>4.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («τιτρώσκει δὲ τὸ ὠὸν τῇ προτέρᾳ ἤ ἐκλέπει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[βλαβερός]] («οἶνός τε τρώει [[μελιηδής]], ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τιτρώσκομαι</i><br /><b>ιατρ.</b> (για [[γυναίκα]]) [[υφίσταμαι]] [[έκτρωση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[τιτρώσκω]] φόνον» — [[επιφέρω]] θανάσιμο [[τραύμα]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i>, με ενεστ. διπλασιασμό <i>τι</i>- και [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρά</i>-<i>σκω</i>), έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τερη</i>- της ρίζας <i>ter</i>- «[[διαπερνώ]], [[τρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρον]], [[τερηδών]]), με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]. Από το θ. του ρ. [[τιτρώσκω]], [[χωρίς]] διπλασιασμό και [[επίθημα]] -<i>σκω</i>, έχει σχηματιστεί ο επικ. ενεστ. [[τρώω]] και [[επίσης]] τα ρηματ. ονόματα [[τρῶσις]] ([[πρβλ]]. [[έκτρωσις]]), [[τρωτός]], [[τρῶμα]] ([[πρβλ]]. [[έκτρωμα]]), ενώ ο αττ. τ. [[τραῦμα]] έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[θραῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |