Anonymous

τρόφιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρόφιμος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[τρόφιμος]] και τροφίμη, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] το αρσ. ως ουσ. και με παθ. σημ.) ο [[τρόφιμος]]<br />αυτός που τρέφεται από κάποιον [[άλλο]], [[υπότροφος]] (α. «[[είναι]] [[τρόφιμος]] του σχολείου μας» — [[είναι]] [[οικότροφος]]<br />β. «[[παῖς]] ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς [[σέθεν]] [[τρόφιμος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τρόφιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με επιτιμητική ή ειρωνική σημ.) [[πρόσωπο]] που ζει σε ορισμένο, [[ιδίως]] [[κακό]], [[περιβάλλον]] («[[τρόφιμος]] τών φυλακών» — [[άτομο]] που περνά τη ζωή του στις φυλακές)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί επαρκή και ωφέλιμη [[τροφή]], [[θρεπτικός]] («[[γάλα]] τροφιμώτατον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[αύξηση]], στην [[ανάπτυξη]] ενός οργανισμού («γᾱ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]]<br /><b>4.</b> (για τα ανθρώπινα σώματα) [[υγιής]], [[ισχυρός]] ως [[προς]] την [[κράση]]<br /><b>5.</b> (για φυτά) [[θαλερός]]<br /><b>6.</b> αυτός που έχει τις προϋποθέσεις να ζήσει, ο [[βιώσιμος]] («τρόφιμον [[κύημα]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) (<b>με παθ. σημ.</b>) [[θετός]] [[γιος]], [[ψυχοπαίδι]]<br />β) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που ανατρέφει κάποιον, [[δεσπότης]], [[αφέντης]]<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τρόφιμοι</i><br />α) οι μαθητές<br />β) (στη [[Σπάρτη]]) νέοι τών οποίων τη [[διατροφή]] είχαν αναλάβει οι πλούσιοι, [[επειδή]] λόγω της φτώχειας τους αδυνατούσαν να καταβάλλουν τη [[μερίδα]] τους στα [[φιλίτια]], τα κοινά συσσίτια<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τρόφιμον</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «... καὶ ἀνδρὸς [[δακτύλιον]]»<br /><b>10.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τροφίμη</i><br />[[κυρία]], [[δέσποινα]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «τῆς ἀρετῆς τρόφιμοι» — οι ενάρετοι <b>(λουκιαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκόπ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τρόφιμος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[τρόφιμος]] και τροφίμη, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] το αρσ. ως ουσ. και με παθ. σημ.) ο [[τρόφιμος]]<br />αυτός που τρέφεται από κάποιον [[άλλο]], [[υπότροφος]] (α. «[[είναι]] [[τρόφιμος]] του σχολείου μας» — [[είναι]] [[οικότροφος]]<br />β. «[[παῖς]] ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς [[σέθεν]] [[τρόφιμος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τρόφιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με επιτιμητική ή ειρωνική σημ.) [[πρόσωπο]] που ζει σε ορισμένο, [[ιδίως]] [[κακό]], [[περιβάλλον]] («[[τρόφιμος]] τών φυλακών» — [[άτομο]] που περνά τη ζωή του στις φυλακές)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί επαρκή και ωφέλιμη [[τροφή]], [[θρεπτικός]] («[[γάλα]] τροφιμώτατον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[αύξηση]], στην [[ανάπτυξη]] ενός οργανισμού («γᾱ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]]<br /><b>4.</b> (για τα ανθρώπινα σώματα) [[υγιής]], [[ισχυρός]] ως [[προς]] την [[κράση]]<br /><b>5.</b> (για φυτά) [[θαλερός]]<br /><b>6.</b> αυτός που έχει τις προϋποθέσεις να ζήσει, ο [[βιώσιμος]] («τρόφιμον [[κύημα]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) (<b>με παθ. σημ.</b>) [[θετός]] [[γιος]], [[ψυχοπαίδι]]<br />β) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που ανατρέφει κάποιον, [[δεσπότης]], [[αφέντης]]<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τρόφιμοι</i><br />α) οι μαθητές<br />β) (στη [[Σπάρτη]]) νέοι τών οποίων τη [[διατροφή]] είχαν αναλάβει οι πλούσιοι, [[επειδή]] λόγω της φτώχειας τους αδυνατούσαν να καταβάλλουν τη [[μερίδα]] τους στα [[φιλίτια]], τα κοινά συσσίτια<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τρόφιμον</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «... καὶ ἀνδρὸς [[δακτύλιον]]»<br /><b>10.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τροφίμη</i><br />[[κυρία]], [[δέσποινα]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «τῆς ἀρετῆς τρόφιμοι» — οι ενάρετοι <b>(λουκιαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[σκόπιμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm