Anonymous

τρίοδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />η [[συμβολή]] τριών [[οδών]], το [[σημείο]] όπου συναντώνται [[τρεις]] δρόμοι, το [[τρίστρατο]] (α. «τριγυρίζει στις [[τριόδους]]» β. «[[τροχήλατος]] σχιστής κελεύθου [[τρίοδος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ηλεκτρονική [[λυχνία]] με [[τρία]] ηλεκτρόδια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άνθρωπος]] τών τριόδων» — [[αργόσχολος]] και [[πρόστυχος]] [[άνθρωπος]]<br />β) «φήμες τών τριόδων» — αδέσποτες και ανεύθυνες φήμες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης στην Αίγυπτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν τριόδῳ [[ἕστηκα]] [ή [[γίγνομαι]]]» — βρίσκομαι σε [[δίλημμα]], δεν [[ξέρω]] τί να [[κάνω]] (<b>Θεόγν.</b>)<br />β) «[[οἷος]] ἐκ τριόδου» — [[άνθρωπος]] [[τιποτένιος]]<br />(<b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) «λοιδορίαι ἐκ τριόδων» — πρόστυχα, χοντρά πειράγματα (Δίων Κάσα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>οδος</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />η [[συμβολή]] τριών [[οδών]], το [[σημείο]] όπου συναντώνται [[τρεις]] δρόμοι, το [[τρίστρατο]] (α. «τριγυρίζει στις [[τριόδους]]» β. «[[τροχήλατος]] σχιστής κελεύθου [[τρίοδος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ηλεκτρονική [[λυχνία]] με [[τρία]] ηλεκτρόδια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άνθρωπος]] τών τριόδων» — [[αργόσχολος]] και [[πρόστυχος]] [[άνθρωπος]]<br />β) «φήμες τών τριόδων» — αδέσποτες και ανεύθυνες φήμες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης στην Αίγυπτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν τριόδῳ [[ἕστηκα]] [ή [[γίγνομαι]]]» — βρίσκομαι σε [[δίλημμα]], δεν [[ξέρω]] τί να [[κάνω]] (<b>Θεόγν.</b>)<br />β) «[[οἷος]] ἐκ τριόδου» — [[άνθρωπος]] [[τιποτένιος]]<br />(<b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) «λοιδορίαι ἐκ τριόδων» — πρόστυχα, χοντρά πειράγματα (Δίων Κάσα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]] ([[πρβλ]]. [[δίοδος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm