Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπέρογκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρογκος]], -ον, ΜΝΑ<br /><b>1.</b> υπέρμετρα [[ογκώδης]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπέρογκη [[βλάβη]]»<br /><b>ρωμ. δίκ.</b> [[βλάβη]] που συνίσταται στην [[πώληση]] ενός αγαθού σε [[τιμή]] χαμηλότερη από το μισό της αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο [[διάστημα]] της αγοραπωλησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρογκον</i> και <i>ὑπέρογκα</i><br />με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λεκτικό ύφος) [[πάρα]] πολύ [[πομπώδης]], [[στομφώδης]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερόγκως]] / <i>ὑπερόγκως</i>, ΝΜΑ, και <i>υπέρογκα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο<br /><b>2.</b> με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄγκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔξ</i>-<i>ογκος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρογκος]], -ον, ΜΝΑ<br /><b>1.</b> υπέρμετρα [[ογκώδης]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπέρογκη [[βλάβη]]»<br /><b>ρωμ. δίκ.</b> [[βλάβη]] που συνίσταται στην [[πώληση]] ενός αγαθού σε [[τιμή]] χαμηλότερη από το μισό της αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο [[διάστημα]] της αγοραπωλησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρογκον</i> και <i>ὑπέρογκα</i><br />με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λεκτικό ύφος) [[πάρα]] πολύ [[πομπώδης]], [[στομφώδης]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερόγκως]] / <i>ὑπερόγκως</i>, ΝΜΑ, και <i>υπέρογκα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο<br /><b>2.</b> με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄγκος]] ([[πρβλ]]. [[ἔξογκος]])].
}}
}}