3,274,916
edits
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0103.png Seite 103]] ion. μαχέομαι, u. ep. auch μαχείομαι, im part., s. oben, μαχέσκετο, Il. 7, 140; fut. μαχέσομαι, Her. 7, 209 u. Sp., wie D. Hal. 3, 58 S. Emp. adv. math. 7, 422, u. ep., wo es der Vers fordert, μαχέσσομαι oder μαχήσομαι, att. μαχοῦμαι, auch μαχεῖται, Il. 20, 26, wo es falsch als ion. praes. genommen wird; vgl. μαχέονται, 2, 366; aor. ἐμαχεσάμην, ep. des Verses wegen auch μαχέσσασθαι oder μαχήσασθαι, letztere Form hat Wolf überall im Hom. vorgezogen, wie im fut. μαχήσομαι; perf. μεμάχημαι, Thuc. 7, 43, Isocr. 6, 54, Lys. 7, 41; μεμάχεσμαι, zw., Xen. Cyr. 7, 1, 14; bei Apolld. u. Sp. auch der aor. ἐμαχέσθην, vgl. Lob. zu Phryn. 732; adj. verb. [[μαχετέον]] u. [[μαχητέον]], wie z. B. die Lesart schwankt bei Plat. Soph. 249 c; – [[streiten]], kämpfen, bes. im Kriege, in der Schlacht, gegen Einen, mit einem Gegner, Hom. und Folgde überall, gew. τινί, z. B. ἀνδράσι παυροτέροισι, Il. 2, 121; οὔτ' ἄρα Τρωσίν, ἀλλὰ σοὶ μαχούμεθα, Soph. Phil. 1237; El. 1363; Her. u. sonsi in Prosa; μυρίοι ἑκάστοτέ σοι μάχονται, Plat. Theaet. 170 d; ὃς ἂν μάχηται τοῖς πολεμίοις, Lach. 191 a; οἴει γὰρ σοὶ μαχεῖσθαι τὸν ἀδελφόν, Xen. An. 1, 7, 9. – Auch [[ἀντία]], [[ἐναντίον]] τινός, gegen Einen, Il. 20, 88. 97; – ἐπί τινι, Il. 5, 124. 244. 20, 26; – [[πρός]] τινα, Il. 17, 98. 471, vgl. βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ Aesch. Prom. 1012; Plat. Legg. XI, 919 b; πρὸς ἐπι θυμίας, Lach. 191 d; – μετ' [[ἀλλήλων]], Plat. Conv. 178 e; – [[περί]] τινος, um Etwas kämpfen, Aesch. Suppl. 721; Her. u. sonst in Prosa, wie Plat. Rep. III, 407 a; auch ἐπεχείρει περὶ αὐτὰ μάχεσθαι, ib. I, 342 d; und [[περί]] τινι, Il. 16, 568 Od. 2, 245, wie [[ἀμφί]] τινι, Il. 3, 70. 16, 565; – εἵνεκά τινος, Il. 2, 377; – π ρό τινος, eigtl. wie [[πρόσθε]] vom Orte, vor Jem. kämpfen, aber auch für ihn, zu seinem Schutze, Il. 4, 156. 8, 57; [[ὑπέρ]] τινος, zu Jem. Besten, Plat. Menex. 239 b; – σύν τινι, unter Jemandes Beistand, bes. σὺν θεοῖς, unter der Götter Schutz kämpfen, Od. 13, 390, u. in Prosa; – μετὰ πρώτοισι u. ἐν πρώτοισι μάχεσθαι, unter den Vordersten kämpfen, Il. 5, 575; μετὰ Βοιωτῶν, mit den Böotern verbündet, 13, 700. – Die Waffe, womit man kämpft, steht oft im dat. dabei, τόξοις, πελέκεσσι, u. ä., auch χείρεσσι. – Hom. sagt es auch von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0103.png Seite 103]] ion. μαχέομαι, u. ep. auch μαχείομαι, im part., s. oben, μαχέσκετο, Il. 7, 140; fut. μαχέσομαι, Her. 7, 209 u. Sp., wie D. Hal. 3, 58 S. Emp. adv. math. 7, 422, u. ep., wo es der Vers fordert, μαχέσσομαι oder μαχήσομαι, att. μαχοῦμαι, auch μαχεῖται, Il. 20, 26, wo es falsch als ion. praes. genommen wird; vgl. μαχέονται, 2, 366; aor. ἐμαχεσάμην, ep. des Verses wegen auch μαχέσσασθαι oder μαχήσασθαι, letztere Form hat Wolf überall im Hom. vorgezogen, wie im fut. μαχήσομαι; perf. μεμάχημαι, Thuc. 7, 43, Isocr. 6, 54, Lys. 7, 41; μεμάχεσμαι, zw., Xen. Cyr. 7, 1, 14; bei Apolld. u. Sp. auch der aor. ἐμαχέσθην, vgl. Lob. zu Phryn. 732; adj. verb. [[μαχετέον]] u. [[μαχητέον]], wie z. B. die Lesart schwankt bei Plat. Soph. 249 c; – [[streiten]], kämpfen, bes. im Kriege, in der Schlacht, gegen Einen, mit einem Gegner, Hom. und Folgde überall, gew. τινί, z. B. ἀνδράσι παυροτέροισι, Il. 2, 121; οὔτ' ἄρα Τρωσίν, ἀλλὰ σοὶ μαχούμεθα, Soph. Phil. 1237; El. 1363; Her. u. sonsi in Prosa; μυρίοι ἑκάστοτέ σοι μάχονται, Plat. Theaet. 170 d; ὃς ἂν μάχηται τοῖς πολεμίοις, Lach. 191 a; οἴει γὰρ σοὶ μαχεῖσθαι τὸν ἀδελφόν, Xen. An. 1, 7, 9. – Auch [[ἀντία]], [[ἐναντίον]] τινός, gegen Einen, Il. 20, 88. 97; – ἐπί τινι, Il. 5, 124. 244. 20, 26; – [[πρός]] τινα, Il. 17, 98. 471, vgl. βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ Aesch. Prom. 1012; Plat. Legg. XI, 919 b; πρὸς ἐπι θυμίας, Lach. 191 d; – μετ' [[ἀλλήλων]], Plat. Conv. 178 e; – [[περί]] τινος, um Etwas kämpfen, Aesch. Suppl. 721; Her. u. sonst in Prosa, wie Plat. Rep. III, 407 a; auch ἐπεχείρει περὶ αὐτὰ μάχεσθαι, ib. I, 342 d; und [[περί]] τινι, Il. 16, 568 Od. 2, 245, wie [[ἀμφί]] τινι, Il. 3, 70. 16, 565; – εἵνεκά τινος, Il. 2, 377; – π ρό τινος, eigtl. wie [[πρόσθε]] vom Orte, vor Jem. kämpfen, aber auch für ihn, zu seinem Schutze, Il. 4, 156. 8, 57; [[ὑπέρ]] τινος, zu Jem. Besten, Plat. Menex. 239 b; – σύν τινι, unter Jemandes Beistand, bes. σὺν θεοῖς, unter der Götter Schutz kämpfen, Od. 13, 390, u. in Prosa; – μετὰ πρώτοισι u. ἐν πρώτοισι μάχεσθαι, unter den Vordersten kämpfen, Il. 5, 575; μετὰ Βοιωτῶν, mit den Böotern verbündet, 13, 700. – Die Waffe, womit man kämpft, steht oft im dat. dabei, τόξοις, πελέκεσσι, u. ä., auch χείρεσσι. – Hom. sagt es auch von Tieren, von Hunden, Od. 20, 15, von Löwen, Il. 20, 171. Auch vom Zweikampfe zwischen einzelnen Streitern, Il. 3, 91. 435. 19, 153, zwischen einem Menschen u. einem Tiere, 15, 633, zwischen zwei Tieren, 16, 824; vom Wettkampfe, πὺξ μ., 23, 621, wie [[παγκράτιον]] μ., Ar. Vesp. 1191; sich mit Einem messen, es mit ihm aufnehmen, Il. 1, 272 Od. 17, 31; wetteifern, c. inf., Arist. H. A. 5, 19. – Allgemeiner, zanken, streiten, Il. 1, 8. 6, 329, ἐπέεσσι, mit Worten streiten, 1, 304. 2, 377. Daher auch = Einem widerstreiten, widersprechen, als Feind, τινί, Il. 5, 875. 9, 32; [[τρία]] ὁμολογήματα μάχεται αὐτὰ αὑτοῖς ἐν τῇ ψυχῇ, Plat. Theaet. 155 b; ἐν τοῖς λόγοις, Crat. 430 b; Einem Vorwürfe machen, Il. 13, 118. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάχομαι''': [ᾰ], Ἰων. μαχέομαι, ἀποθ.· ὁ Ἰων. ἐνεστ. ἀπαντᾷ ἐν τῇ εὐκτικῇ: [[μαχέοιτο]] Ἰλ. Α. 272· μαχέοιντο [[αὐτόθι]] 344 (ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρῳ τῆς καταλήξεως -οιντο ἀντὶ -οίατο, ὁ Πόρσ. ἀνέγνω μαχέωνται, ὁ | |lstext='''μάχομαι''': [ᾰ], Ἰων. μαχέομαι, ἀποθ.· ὁ Ἰων. ἐνεστ. ἀπαντᾷ ἐν τῇ εὐκτικῇ: [[μαχέοιτο]] Ἰλ. Α. 272· μαχέοιντο [[αὐτόθι]] 344 (ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρῳ τῆς καταλήξεως -οιντο ἀντὶ -οίατο, ὁ Πόρσ. ἀνέγνω μαχέωνται, ὁ Tiersch. μαχέονται)· μετοχ. μαχεόμενος Ἡρόδ. 7. 104., 9. 75 (ἀλλὰ μαχόμενος ἀλλαχοῦ)· Ἐπικ. [[μαχειόμενος]] Ὀδ. Ρ. 471, [[μαχεούμενος]] Λ. 403., Ω. 113· - Ἰων. παρατ. μαχέσκετο, Ἰλ. Η. 140: - μέλλ. μαχέσομαι Ἡρόδ. 4. 125, 127, 7. 209, κτλ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Διον. Ἁλ. 3. 58., 9. 13 Ἀττ. μαχοῦμαι Σοφ. Ο. Κ. 837, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1076· μαχεῖται ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Υ. 26, ἀλλὰ μαχέονται Β. 366· Ἐπ. μαχήσομαι (οὐχὶ -έσσομαι) Ἰλ. Α. 298· Δωρ. μαχησεῦμαι Θεόκρ. 22. 74 (ὡς ἀναγινώσκει νῦν ὁ Meineke)· ἀόρ. ἐμαχεσάμην Ἡρόδ. 1. 18, 95, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· οὕτω μαχέσαιτο Ἰλ. Ζ. 329· μαχέσασθαι Ν. 178· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] μαχήσασθαι, παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις: - Ἀττ. πρκμ. μεμάχημαι Θουκ. 7. 43, Λυσ. 112. 3, Ἰσοκρ. 127Β· - μεταγεν. ἀόρ. ἐμαχέσθην Παυσ. 5. 4, 9, Πλούτ. 2. 970F μέλλ. μαχεσθήσομαι μόνον ἐν Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 672· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 732. - Ρηματ. ἐπίθ. [[μαχετέον]], ἴδε τὴν λέξ. (Ἐκ τῆς √ΜΑΧ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξ. μάχη, μάχιμος, μετὰ τοῦ μάχαιρα· πρβλ. Λατ. mac-ellum, mac-to· Γοτθ. mek-i καὶ Σλαυ. mec-i ([[μάχαιρα]]).) Ὡς καὶ νῦν, [[συνάπτω]] μάχην, πολεμῶ, Ὅμ., κλ.· μάχην μ. Ξεν. Ἀγησ. 5, 5, κτλ.· ὑσμῖνι μ. Ἰλ. Β. 863· πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι Β. 452, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ στρατῶν, ἀλλὰ [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ μονομαχίας, Γ. 91, 435., Τ. 153· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μάχης μεταξὺ ἀνδρῶν καὶ θηρίων, Ο. 633· μεταξὺ τῶν θηρίων, Π. 824, Ὀδ. Υ. 15. - Συντάσσεται, μετὰ δοτ. προσ., [[μάχομαι]] [[πρός]] τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Ὅμ., Ἡρόδ., κλ.· μ. [[ἀντία]] καὶ [[ἐναντίον]] τινὸς Ἰλ. Υ. 88, 97· ἐπί τινι Ε. 124, κτλ.· [[πρός]] τινα Ρ. 98, κτλ.· (παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικῶν, τὸ πλεῖστον μ. τινὶ ἢ [[πρός]] τινα)· [[ἀλλά]], μ. σύν τινι, τῇ βοηθείᾳ ἢ ἐπιδοκιμασίᾳ καὶ ὑπὸ τὴν προστασίαν θεοῦ τινος, Ὀδ. Ν. 390, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13· μετὰ πρώτοισι μ., ὡς: ἐν πρώτοισι, μεταξὺ τῶν πρώτων, Ἰλ. Ε. 575· οὕτω, μετὰ Βοιωτῶν μάχ., ἐν ταῖς τάξεσιν αὐτῶν, Ν. 760· [[πρός]] τινας μετά τινων Ἰσοκράτ. 218D, Ξεν., κτλ.· ([[ἀλλά]], μ. μετ’ [[ἀλλήλων]], ἀμοιβαίως, πρὸς ἀλλήλους, Πλάτ. Συμπ. 179Α)· κατὰ σφέας γὰρ μαχέονται, καθ’ ἑαυτούς, μόνοι των, Ἰλ. Β. 366· ([[ἀλλά]], καθ’ ἕνα μ., εἷς πρὸς ἕνα, ἐν μονομαχίᾳ, Ἡρόδ. 7. 104)· μ. πρό τινος, ὡς τὸ [[πρόσθε]], ἔμπροσθέν τινος, ἀλλὰ [[συχνάκις]] μεταφορ., ὑπέρ τινος, πρὸς ὑπεράσπισιν [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Δ. 156., Θ. 57, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 33, κτλ., πρβλ. [[πρόμαχος]], [[προμάχομαι]]· οὕτω, μ. ὑπέρ τινος Εὐρ. Φοίν. 1002, κτλ.· - τὸ περὶ οὗ μάχεταί τις παρ’ Ἀττ. ἐκφέρεται διὰ τῆς περὶ μετὰ γεν., [[περί]] τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740· περὶ σιαγόνος Βοείας μαχόμενος Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 4, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 95. [[ἀλλά]], [[περί]] τινι Ἰλ. Π. 565, Ὀδ. Β. 245· [[ἀμφί]] τινι Ἰλ. Γ. 70, 90· εἵνεκά τινος Β. 377· - [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, χερσί, τόξοις, πελέκεσσι μ., Ὅμηρ., κτλ.· - μάχεσθαι ἀπ’ ἵππου, ἀπὸ τοῦ ἵππου, δηλ. [[ἔφιππος]], Ἡρόδ. 9. 63· - τὸ [[μήπω]] μεμαχημένον, τὸ [[μέρος]] τοῦ στρατεύματος τὸ [[μήπω]] λαβὸν [[μέρος]] εἰς τὴν μάχην, Θουκ. 7. 43. II. [[καθόλου]], [[ἐρίζω]], φιλονικῶ, λογομαχῶ [[πρός]] τινα, τινι Ἰλ. Α. 8, κτλ.· μ. ἐπέεσσι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χερσί, Α. 304, κτλ.· σοὶ πάντες μαχόμεσθα, σοῦ [[ἕνεκα]] μαχόμεθα, Ε. 875· [[μέμφομαι]], λοιδορῶ τινα, Ν. 118· - [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀττικ., ἐπὶ ἐριζόντων φιλοσόφων, Πλάτ. Πολ. 342D, κτλ.· [[τρία]] ὁμολογήματα μαχ. αὐτὰ αὑτοῖς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 155Β. III. [[ἀγωνίζομαι]] περὶ ὑπερτερήσεως ἐν τοῖς ἀγῶσι, κτλ., πὺξ μάχεσθαι Ἰλ. Ψ. 621· μετρῶ τὰς δυνάμεις μου [[πρός]] τινα, τινι Α. 272· [[παγκράτιον]] μ. Ἀριστοφ. Σφ. 1191, 1195. IV. μεθ’ Ὅμηρ., [[ἀγωνίζομαι]], προσπαθείας [[καταβάλλω]] [[ἐναντίον]] δυνάμεώς τινος, ἀνάγκᾳ δ’ οὐδὲ θεοὶ μ. Σιμων. 8. 20· μ. πρὸς ἡνίας Αἰσχύλ. Πρ. 1010· πρὸς ἐπιθυμίας Πλάτ. Λάχ. 191D· μ. τῷ λιμῷ, τῷ δίψει Ξεν. Κύρ. 3. 1, 5. V. μετ’ ἀπαρ., [[ἀγωνίζομαι]], προσπαθῶ νὰ πράξω τι, Λατ. nitor ut..., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |