Anonymous

μήδομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[κατά]] νου, [[σκέφτομαι]], [[συλλογίζομαι]] («τὰ μὲν [[νοέω]] καὶ φράσσομαι, ἅσσ' ἂν [[ἐμοί]] περ αὐτῇ μηδοίμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[τεχνάζομαι]], [[μηχανώμαι]], [[σχεδιάζω]] ή [[μελετώ]] [[κακά]] («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[μετά]] τον Όμ.) [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]] («οἵας τέχνας καὶ πόρους ἐμησάμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για μέλισσες) [[παράγω]], [[κάνω]], [[παρασκευάζω]] («τὴν μέλιτταν ξανθὸν [[μέλι]] μηδομέναν», <b>Σιμων.</b>)<br />[[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[προνοώ]], [[νοιάζομαι]] «θεὸς [[ἐπίτροπος]] ἐὼν τεαῑσι μήδεται... μερίμναις», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με [[τέχνη]] («ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι» — κατόρθωσε το άπιστο να [[είναι]] πιστό, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μήδομαι]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με το ρ. [[μέδω]]/-<i>ομαι</i> «[[κυβερνώ]], [[προνοώ]], [[φροντίζω]]». Πρόκειται [[μάλλον]] για τη βραχύφωνη ΙΕ [[ρίζα]] <i>med</i>- «[[μετρώ]], [[κρίνω]], [[σταθμίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[μέδω]]), της οποίας εκτεταμένη [[βαθμίδα]] [[είναι]] το <i>μηδ</i>- του [[μήδομαι]] ([[πρβλ]]. αρμ. <i>mit</i>-<i>k</i>' «σκέψεις», αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ā</i><i>z</i>, γερμ. <i>Μass</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μακρόφωνη [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i><i>d</i>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ē</i>- «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]], [[σταθμίζω]]» ([[πρβλ]]. [[μέτρο]], [[μῆτις]]), της οποίας η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] εμφανίζεται στο ρ. [[μήδομαι]], ενώ η συνεσταλμένη <i>m</i><i>ә</i><sub>1</sub>- εμφανίζεται στο ρ. [[μέδω]]. Για [[σύνθετα]] σε -<i>μηδής</i> και για ανθρωπωνύμια σε -<i>μήδης</i> ([[πρβλ]]. [[Διομήδης]]), <b>βλ. λ.</b> [[μῆδος]] (Ι), ενώ για ανθρωπωνύμια σε -[[μήστωρ]] ([[πρβλ]]. <i>Ἀγα</i>-[[μήστωρ]], <i>Κλυται</i>-<i>μήστρα</i>), <b>βλ. λ.</b> [[μήστωρ]].
|mltxt=[[μήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[κατά]] νου, [[σκέφτομαι]], [[συλλογίζομαι]] («τὰ μὲν [[νοέω]] καὶ φράσσομαι, ἅσσ' ἂν [[ἐμοί]] περ αὐτῇ μηδοίμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[τεχνάζομαι]], [[μηχανώμαι]], [[σχεδιάζω]] ή [[μελετώ]] [[κακά]] («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[μετά]] τον Όμ.) [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]] («οἵας τέχνας καὶ πόρους ἐμησάμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για μέλισσες) [[παράγω]], [[κάνω]], [[παρασκευάζω]] («τὴν μέλιτταν ξανθὸν [[μέλι]] μηδομέναν», <b>Σιμων.</b>)<br />[[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[προνοώ]], [[νοιάζομαι]] «θεὸς [[ἐπίτροπος]] ἐὼν τεαῖσι μήδεται... μερίμναις», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. και απρμφ.) [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με [[τέχνη]] («ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι» — κατόρθωσε το άπιστο να [[είναι]] πιστό, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μήδομαι]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με το ρ. [[μέδω]]/-<i>ομαι</i> «[[κυβερνώ]], [[προνοώ]], [[φροντίζω]]». Πρόκειται [[μάλλον]] για τη βραχύφωνη ΙΕ [[ρίζα]] <i>med</i>- «[[μετρώ]], [[κρίνω]], [[σταθμίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[μέδω]]), της οποίας εκτεταμένη [[βαθμίδα]] [[είναι]] το <i>μηδ</i>- του [[μήδομαι]] ([[πρβλ]]. αρμ. <i>mit</i>-<i>k</i>' «σκέψεις», αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ā</i><i>z</i>, γερμ. <i>Μass</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μακρόφωνη [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i><i>d</i>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ē</i>- «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]], [[σταθμίζω]]» ([[πρβλ]]. [[μέτρο]], [[μῆτις]]), της οποίας η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] εμφανίζεται στο ρ. [[μήδομαι]], ενώ η συνεσταλμένη <i>m</i><i>ә</i><sub>1</sub>- εμφανίζεται στο ρ. [[μέδω]]. Για [[σύνθετα]] σε -<i>μηδής</i> και για ανθρωπωνύμια σε -<i>μήδης</i> ([[πρβλ]]. [[Διομήδης]]), <b>βλ. λ.</b> [[μῆδος]] (Ι), ενώ για ανθρωπωνύμια σε -[[μήστωρ]] ([[πρβλ]]. <i>Ἀγα</i>-[[μήστωρ]], <i>Κλυται</i>-<i>μήστρα</i>), <b>βλ. λ.</b> [[μήστωρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm