Anonymous

παρακαθίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρακάθημαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήνω]] [[ενέδρα]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να καθίσει ή να παραμείνει [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[θέτω]] παραπλεύρως<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]] [[κάπου]] κάποιον ή [[κάτι]] («στρατιὰν [[παρακαθίζω]] περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) α) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε κάποιον<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῑκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῖς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρακάθημαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήνω]] [[ενέδρα]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να καθίσει ή να παραμείνει [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[θέτω]] παραπλεύρως<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]] [[κάπου]] κάποιον ή [[κάτι]] («στρατιὰν [[παρακαθίζω]] περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) α) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε κάποιον<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῖκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῖς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm