3,274,819
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύρω]] επανειλημμένως ένα [[σώμα]] [[πάνω]] σε [[άλλο]] συμπιέζοντάς το στο [[σημείο]] [[επαφής]] τους ή [[ξύνω]] [[κάτι]] μετακινώντας με [[πίεση]] [[άλλο]] [[σώμα]] [[πάνω]] σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «[[τρίβω]] το [[ξύλο]] με το [[γυαλόχαρτο]]» γ. «[[τρίβω]] τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν [[πόδα]] μύροις τρίβειν», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] με την [[τριβή]] (α. «[[τρίβω]] το [[καλαμπόκι]]» β. «ὡς δ' ὅτε τις ζεύξῃ [[βόας]] ἄρσενας... τριβέμεναι κρῑλευκὸν ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε [[σκόνη]], [[λειοτριβώ]], [[κονιοποιώ]] (α. «[[τρίβω]] το [[πιπέρι]]» β. «[[τρίβω]] τον [[καφέ]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[φθείρω]] από την πολλή [[χρήση]] (α. «τρίφτηκε το [[πουκάμισο]] στον γιακά» β. «τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>τρίβομαι</i><br />[[είμαι]] [[εύθρυπτος]] ή φθείρομαι με την [[τριβή]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[τετριμμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[χωρίς]] [[σπουδαιότητα]], [[κοινός]], [[συνηθισμένος]] (α. «τετριμμένα [[λόγια]]» β. «ἡ τετριμμένη καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ζύμη]]) [[μαλάζω]] πολλές φορές<br /><b>2.</b> [[κάνω]] θεραπευτική [[εντριβή]] («τον έτριψα με [[αλοιφή]]»)<br /><b>3.</b> [[θωπεύω]] ερωτικά («τήν είχε στα γόνατά του και τήν έτριβε»)<br /><b>4.</b> [[καθαρίζω]] με την [[τριβή]] («[[τρίβω]] τον νεροχύτη»)<br /><b>5.</b> [[μετρώ]] χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] με τη συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]] («τρίφτηκε πια στη δουλειά»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίβω]] τα χέρια μου» — [[εκδηλώνω]] υπερβολική [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[τρίβω]] τα μάτια μου» — εκπλήσσομαι βλέποντας [[κάτι]] απροσδόκητο<br />γ) «του το 'τρίψε στη [[μούρη]]» ή «του το 'τρίψε στην [[κασίδα]]» — του το έδωσε [[πίσω]] με τον χείριστο τρόπο<br />δ) «του 'τριψε τη [[μούρη]]» — τον τιμώρησε αυστηρά<br />ε) «θα ιδεί πώς το τρίβουν το [[πιπέρι]]» — θα ιδεί πόσο δύσκολο [[είναι]] το [[έργο]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λαγός]] την [[φτέρη]] έτριβε [[κακό]] της κεφαλής του» — δεν [[πρέπει]] να δίνεις [[αφορμή]] να σέ προσέξουν όταν από αυτό κινδυνεύεις να πάθεις [[κακό]] ή να ζημιωθείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] («μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] («[[τρίβω]] βότρυν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με δρόμο) [[πατώ]] για να τον [[κάνω]] ομαλό («ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[χώρα]]) [[ερημώνω]] («[[κἄπειτα]] Θρῄκης [[πεδία]] τρίβοιεν [[τάδε]] λεηλατοῦντες», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με χρήματα) [[κατασπαταλώ]]<br /><b>7.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνεχώς]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> [[ασχολούμαι]] πολύ με [[κάτι]] ή [[είμαι]] δοσμένος [[ολόψυχα]] σε [[κάτι]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίβω]] βίον» — [[περνώ]] τον καιρό μου<br />β) «[[τρίβω]] πόλεμον» — [[παρατείνω]] τον πόλεμο<br />γ) «χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]]» — [[μιαίνω]] τα ιερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i> | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύρω]] επανειλημμένως ένα [[σώμα]] [[πάνω]] σε [[άλλο]] συμπιέζοντάς το στο [[σημείο]] [[επαφής]] τους ή [[ξύνω]] [[κάτι]] μετακινώντας με [[πίεση]] [[άλλο]] [[σώμα]] [[πάνω]] σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «[[τρίβω]] το [[ξύλο]] με το [[γυαλόχαρτο]]» γ. «[[τρίβω]] τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν [[πόδα]] μύροις τρίβειν», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] με την [[τριβή]] (α. «[[τρίβω]] το [[καλαμπόκι]]» β. «ὡς δ' ὅτε τις ζεύξῃ [[βόας]] ἄρσενας... τριβέμεναι κρῑλευκὸν ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε [[σκόνη]], [[λειοτριβώ]], [[κονιοποιώ]] (α. «[[τρίβω]] το [[πιπέρι]]» β. «[[τρίβω]] τον [[καφέ]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[φθείρω]] από την πολλή [[χρήση]] (α. «τρίφτηκε το [[πουκάμισο]] στον γιακά» β. «τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>τρίβομαι</i><br />[[είμαι]] [[εύθρυπτος]] ή φθείρομαι με την [[τριβή]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[τετριμμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[χωρίς]] [[σπουδαιότητα]], [[κοινός]], [[συνηθισμένος]] (α. «τετριμμένα [[λόγια]]» β. «ἡ τετριμμένη καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ζύμη]]) [[μαλάζω]] πολλές φορές<br /><b>2.</b> [[κάνω]] θεραπευτική [[εντριβή]] («τον έτριψα με [[αλοιφή]]»)<br /><b>3.</b> [[θωπεύω]] ερωτικά («τήν είχε στα γόνατά του και τήν έτριβε»)<br /><b>4.</b> [[καθαρίζω]] με την [[τριβή]] («[[τρίβω]] τον νεροχύτη»)<br /><b>5.</b> [[μετρώ]] χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] με τη συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]] («τρίφτηκε πια στη δουλειά»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίβω]] τα χέρια μου» — [[εκδηλώνω]] υπερβολική [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[τρίβω]] τα μάτια μου» — εκπλήσσομαι βλέποντας [[κάτι]] απροσδόκητο<br />γ) «του το 'τρίψε στη [[μούρη]]» ή «του το 'τρίψε στην [[κασίδα]]» — του το έδωσε [[πίσω]] με τον χείριστο τρόπο<br />δ) «του 'τριψε τη [[μούρη]]» — τον τιμώρησε αυστηρά<br />ε) «θα ιδεί πώς το τρίβουν το [[πιπέρι]]» — θα ιδεί πόσο δύσκολο [[είναι]] το [[έργο]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λαγός]] την [[φτέρη]] έτριβε [[κακό]] της κεφαλής του» — δεν [[πρέπει]] να δίνεις [[αφορμή]] να σέ προσέξουν όταν από αυτό κινδυνεύεις να πάθεις [[κακό]] ή να ζημιωθείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] («μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] («[[τρίβω]] βότρυν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με δρόμο) [[πατώ]] για να τον [[κάνω]] ομαλό («ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[χώρα]]) [[ερημώνω]] («[[κἄπειτα]] Θρῄκης [[πεδία]] τρίβοιεν [[τάδε]] λεηλατοῦντες», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με χρήματα) [[κατασπαταλώ]]<br /><b>7.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνεχώς]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> [[ασχολούμαι]] πολύ με [[κάτι]] ή [[είμαι]] δοσμένος [[ολόψυχα]] σε [[κάτι]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίβω]] βίον» — [[περνώ]] τον καιρό μου<br />β) «[[τρίβω]] πόλεμον» — [[παρατείνω]] τον πόλεμο<br />γ) «χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]]» — [[μιαίνω]] τα ιερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τρῖβω</i> ανάγεται στην [[μορφή]] <i>tr</i>-<i>i</i><i>ә</i>-<i>bh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τέρετρον]], [[τετραίνω]]) με παρεκτάσεις -<i>ī</i>- και χειλικό -<i>β</i>-. Ο [[φωνηεντισμός]] -<i>ī</i>- απαντά και στον τ. <i>tr</i><i>ī</i><i>v</i><i>ī</i>, παρακμ. του ρ. <i>ter</i><i>ō</i> «[[τρίβω]]» (<b>βλ.</b> και [[τρεις]], [[τρία]]). Οι τ. του ρ. [[τρίβω]] με βραχύ -<i>ĭ</i>- [[είναι]] σχηματισμένοι αναλογικά [[προς]] αντίστοιχους τ. με θεματικό -<i>ĭ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τρῐβῆναι</i>: <i>ρῐφῆναι</i>, <i>τρῐβή</i>: <i>στῐχή</i>, <i>τρῐβος</i>: <i>στῐβος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τριβάς]](-<i>άδα</i>), [[τριβεύς]](-<i>έας</i>), [[τριβή]], [[τρίβος]], [[τρίβων]], [[τριπτήρας]], [[τρίπτης]](-<i>φτης</i>), [[τριπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τριβαία]], [[τρίβανον]], <i>τρίβάξ</i>, <i>τριβήδι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i>, [[τριψημερώ]], [[τρίψις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τριβακός]], <i>τριψ</i>(<i>ε</i>)[[ίδιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τρίπτρον]], [[τριψεργία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τρίψιμο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τριβίδα]], [[τριβίδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αποτρίβω]], [[διατρίβω]], [[εκτρίβω]], [[ενδιατρίβω]], [[εντρίβω]], [[κατατρίβω]], [[παρατρίβω]], [[περιτρίβω]], [[συντρίβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανατρίβω]], <i>αντιτρίβω</i>, [[αποδιατρίβω]], <i>επανατρίβω</i>, [[επεντρίβω]], [[επιδιατρίβω]], [[επιτρίβω]], [[προανατρίβω]], [[προδιατρίβω]], [[προκατατρίβω]], [[προσανατρίβω]], [[προσαποτρίβω]], [[προσδιατρίβω]], [[προσεπιτρίβω]], [[προστρίβω]], [[προσυντρίβω]], [[προτρίβω]], [[συγκατατρίβω]], [[συνανατρίβω]], [[συνδιατρίβω]], [[συνεκτρίβω]], [[συνεπιτρίβω]], [[υποδιατρίβω]], [[υποτρίβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασυντρίβω]], <i>ξανατρίβω</i>, <i>ξετρίβω</i>, [[ψιλοτρίβω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |