3,251,372
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syzefksis | |Transliteration C=syzefksis | ||
|Beta Code=su/zeucis | |Beta Code=su/zeucis | ||
|Definition= | |Definition=συζεύξεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[a being yoked together]], especially of [[wedded union]], Pl.''Lg.''930b, Arist.''Pol.''1253b10, 1335a10.<br><span class="bld">2</span> of things, [[close union]], [[combination]], Hp.''Art.''14, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 508a, [[Theophrastus]] ''Sens.''73; <b class="b3">ὁ τῆς σ. τῆς τούτων ἀριθμός</b> the number of their [[combinations]], Arist.''Pol.''1290b32; <b class="b3">τοσαῦτ' εἴδη.. ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων</b> ib.36; <b class="b3">αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ.</b> the [[confinement]] of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">κατὰ σύζευξιν</b>, of an army marching [[in parallel columns]], Ascl.Tact.11.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сопряженность]], [[сочетание]], [[связь]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[супружество]], [[брак]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">3</b> мат. [[отношение]] (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.). | |elrutext='''σύζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сопряженность]], [[сочетание]], [[связь]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[супружество]], [[брак]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">3</b> мат. [[отношение]] (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σύζευξις]], -εύξεως, ΝΑ [[συζεύγνυμι]] / [[συζευγνύω]]]<br /><b>1.</b> [[ένωση]] με γάμο, [[γάμος]], [[παντρειά]], [[πάντρεμα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) στενή [[σύνδεση]], [[συνένωση]], [[συναρμογή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[συνάντηση]] και σεξουαλική [[επαφή]] [[μεταξύ]] δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να γονιμοποιηθούν τα αβγά [[προτού]] ή [[αφού]] αυτά εναποτεθούν<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] εγγενούς αναπαραγωγής που απαντά σε ορισμένους μύκητες ή σε διάφορα [[βακτήρια]] και αποτελεί τον χαρακτηριστικό τύπο εγγενούς αναπαραγωγής τών χλωροφύτων της κλάσης ζυγνημαφύκη<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύνδεση]] ηλεκτρικών συσκευών ή κυκλωμάτων με σκοπό τον συνδυασμό τών ιδιοτήτων ή τών δράσεων τους<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> [[αλληλεπίδραση]] δύο ηλεκτρονικών κυκλωμάτων η οποία επιτρέπει τη [[μεταφορά]] ηλεκτρικής ενέργειας από το ένα [[προς]] το [[άλλο]]<br /><b>5.</b> <b>(μικρβλ.)</b> φυλετική [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία γίνεται [[μεταφορά]] γενετικού υλικού ενός μικροοργανισμού με άμεση, προσωρινή [[επαφή]] [[μεταξύ]] του αρσενικού δότη και του θηλυκού δέκτη, [[ακόμη]] και [[μεταξύ]] διαφορετικών ειδών<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> μουσικό [[σημείο]] που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας με τέτοιο τρόπο ώστε η [[διάρκεια]] τους να [[είναι]] όση και τών δύο [[μαζί]], [[χωρίς]] όμως να εκφωνείται το δεύτερο<br /><b>7.</b> <b>φυσ.</b> [[αλληλεπίδραση]] [[ανάμεσα]] σε διαφορετικές δυνάμεις ή, γενικότερα, διαφορετικές ιδιότητες του ίδιου φυσικού συστήματος ή και διαφορετικών συστημάτων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ισχυρή [[σύζευξη]] σπιντροχιάς»<br /><b>φυσ.</b> η ειδικής μορφής [[αλληλεξάρτηση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] τών συστατικών ενός ατόμου ή ενός ατομικού [[πυρήνα]] και προσδιορίζει τη συνολική [[στροφορμή]] του<br />β) «[[σύζευξη]] διαρκείας»<br /><b>μουσ.</b> [[σύζευξη]] που συνδέει δύο ή περισσότερα σχήματα φθογγοσήμων τών οποίων συνολική [[αξία]] αντιστοιχεί στην επιθυμητή [[διάρκεια]] του συμβολιζόμενου ήχου<br />γ) «[[σύζευξη]] προσωδίας»<br /><b>μουσ.</b> όρος αναφερόμενος στη διαδοχική απαλή [[εκτέλεση]], [[χωρίς]] διαχωρισμό τών φθόγγων [[μεταξύ]] τους<br />δ) «χημική [[σύζευξη]]»<br /><b>χημ.</b> [[συνένωση]] ατόμων ή μορίων σε μεγαλύτερες μονάδες μέσω δυνάμεων ασθενέστερων από τις δυνάμεις οι οποίες αντιστοιχούν στους συνήθεις χημικούς δεσμούς<br />ε) «[[σύζευξη]] πρότασης»<br /><b>μαθ.</b> σύνθετη [[πρόταση]] της μαθηματικής λογικής που εκφράζει τη [[συνεκδοχή]] δύο απλών λογικών προτάσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κατά]] σύζευξιν»<br />(για στρατό) [[πορεία]] σε παράλληλους ζυγούς <b>(Ασκληπιόδ.)</b>. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |