Anonymous

ἄρτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>"
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἄρτος]])<br /><b>1.</b> το [[ψωμί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[επιούσιος]] [[άρτος]]» — οι καθημερινές ανάγκες διατροφής<br />β) <b>μτφ.</b> «Ο Άρτος της ζωής» — ο [[Χριστός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άρτος]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>2.</b> ο [[άρτος]] που χρησιμοποιείται στην [[αρτοκλασία]]<br /><b>3.</b> το [[κομμάτι]] του άρτου που προσφέρεται στους πιστούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> το [[ψωμί]] από [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Έχει υποστηριχτεί ότι ο τ. [[άρτος]]<br />[[είναι]] ουσιαστικοποιημένο ρηματικό [[επίθετο]] <i>αρτός</i>, που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- του ρ. [[αραρίσκω]]. Με το ρ. αυτό συνδέεται ο τ. [[άρτος]], μέσω της σημασίας «[[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]» (για το [[ψωμί]] που έχει ζυμωθεί), [[αλλά]] και μέσω της κύριας σημασίας του ρ. «[[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]]» (για το [[ψωμί]] που έχει τοποθετηθεί στον φούρνο). Κατ' άλλους, ο τ. [[άρτος]] [[είναι]] [[δάνειο]] από ιραν. <i>άrta</i> «[[αλεύρι]]» ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>aša</i> «αλεσμένος», νεώτ. περσ. <i>άrδ</i> «[[αλεύρι]]» (ΙΕ. [[ρίζα]] <i>αl</i>- «[[αλέθω]]», [[πρβλ]]. <i>αλώ</i>). Τέλος, η [[σύνδεση]] της λ. με βασκ. <i>arto</i> «[[ψωμί]] από αραβόσιτο» και ισπ. <i>artal</i> «[[είδος]] πίτας» οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. που ανάγεται σε προ-ινδοευρωπαϊκό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Ο τ. [[άρτος]], που χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] της πιο βασικής τροφής του ανθρώπου, μαρτυρείται από τους αρχαιοτάτους χρόνους, ενώ στη νέα Ελληνική έχει γενικά αντικατασταθεί από τη λ. [[ψωμί]] και η [[χρήση]] του ως απλού έχει περιοριστεί στην εκκλησιαστική [[ορολογία]] («καθαγιασμένος [[άρτος]]» — [[πρβλ]]. [[οίνος]] -[[κρασί]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αρτίδιον</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αρτίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αρτοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρτοκόπος]], [[αρτολάγανον]], [[αρτόμελι]], [[αρτόπωλις]], [[αρτοσιτώ]], [[αρτοστροφώ]], [[αρτοτροφία]], [[αρτοφαγώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρτοδαισία]], [[αρτοδότης]], [[αρτόκλασμα]], [[αρτουργός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρτοκλασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρτεργάτης]], [[αρτοβιομηχανία]], [[αρτοπλασία]], [[αρτοσφραγίδα]], [[αρτόψωμα]]].
|mltxt=ο (AM [[ἄρτος]])<br /><b>1.</b> το [[ψωμί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[επιούσιος]] [[άρτος]]» — οι καθημερινές ανάγκες διατροφής<br />β) <b>μτφ.</b> «Ο Άρτος της ζωής» — ο [[Χριστός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άρτος]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>2.</b> ο [[άρτος]] που χρησιμοποιείται στην [[αρτοκλασία]]<br /><b>3.</b> το [[κομμάτι]] του άρτου που προσφέρεται στους πιστούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνήθως στον πληθ.</b> το [[ψωμί]] από [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Έχει υποστηριχτεί ότι ο τ. [[άρτος]]<br />[[είναι]] ουσιαστικοποιημένο ρηματικό [[επίθετο]] <i>αρτός</i>, που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αρ</i>- του ρ. [[αραρίσκω]]. Με το ρ. αυτό συνδέεται ο τ. [[άρτος]], μέσω της σημασίας «[[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]» (για το [[ψωμί]] που έχει ζυμωθεί), [[αλλά]] και μέσω της κύριας σημασίας του ρ. «[[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]]» (για το [[ψωμί]] που έχει τοποθετηθεί στον φούρνο). Κατ' άλλους, ο τ. [[άρτος]] [[είναι]] [[δάνειο]] από ιραν. <i>άrta</i> «[[αλεύρι]]» ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>aša</i> «αλεσμένος», νεώτ. περσ. <i>άrδ</i> «[[αλεύρι]]» (ΙΕ. [[ρίζα]] <i>αl</i>- «[[αλέθω]]», [[πρβλ]]. <i>αλώ</i>). Τέλος, η [[σύνδεση]] της λ. με βασκ. <i>arto</i> «[[ψωμί]] από αραβόσιτο» και ισπ. <i>artal</i> «[[είδος]] πίτας» οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. που ανάγεται σε προ-ινδοευρωπαϊκό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Ο τ. [[άρτος]], που χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] της πιο βασικής τροφής του ανθρώπου, μαρτυρείται από τους αρχαιοτάτους χρόνους, ενώ στη νέα Ελληνική έχει γενικά αντικατασταθεί από τη λ. [[ψωμί]] και η [[χρήση]] του ως απλού έχει περιοριστεί στην εκκλησιαστική [[ορολογία]] («καθαγιασμένος [[άρτος]]» — [[πρβλ]]. [[οίνος]] -[[κρασί]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αρτίδιον</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αρτίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αρτοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρτοκόπος]], [[αρτολάγανον]], [[αρτόμελι]], [[αρτόπωλις]], [[αρτοσιτώ]], [[αρτοστροφώ]], [[αρτοτροφία]], [[αρτοφαγώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρτοδαισία]], [[αρτοδότης]], [[αρτόκλασμα]], [[αρτουργός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρτοκλασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρτεργάτης]], [[αρτοβιομηχανία]], [[αρτοπλασία]], [[αρτοσφραγίδα]], [[αρτόψωμα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm