Anonymous

μετατίθημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Irrthum" to "Irrtum"
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
m (Text replacement - "Irrthum" to "Irrtum")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τίθημι]]), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' [[οὔτι]] τόσον κέλαδον μετέθηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέθην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεθέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μεταθείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιθέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων [[οὐδέν]] τι μετέθηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε [[κέρδος]] μετατιθέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ [[κέρδος]] μεταποιῶν; ταχὺς μετέθου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίθεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταθώμεθα Plat. Rep. I, 334 e, [[ὕστερον]] γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίθεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορθοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταθέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τίθημι]]), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' [[οὔτι]] τόσον κέλαδον μετέθηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέθην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ [[πρόσθεν]], Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεθέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μεταθείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιθέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων [[οὐδέν]] τι μετέθηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε [[κέρδος]] μετατιθέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ [[κέρδος]] μεταποιῶν; ταχὺς μετέθου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίθεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταθώμεθα Plat. Rep. I, 334 e, [[ὕστερον]] γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίθεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrtum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορθοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταθέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d.
}}
}}
{{bailly
{{bailly