Anonymous

πλήμυρα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "θαλάττωσις, κατακλυσμός, ὄμβρος, πλήμυρα; Hungarian: áradás; Italian: inondazione, allagamento, alluvione; Japanese: 洪水; Korean: 홍수; Latin: eluvio, [[abluv...)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ou</i> [[πλήμμυρα]];<br />ας (ἡ) :<br />[[flux]], [[marée montante]].<br />'''Étymologie:''' [[πίμπλημι]].
|btext=<i>ou</i> [[πλήμμυρα]];<br />ας (ἡ) :<br />[[flux]], [[marée montante]].<br />'''Étymologie:''' [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλήμυρα''': πλημυρέω, πλημυρίς, πλημύρω, ἴδε [[πλημμυρίς]].
|elnltext=πλήμυρα -ας, ἡ [~ πλήμη: vloed] [[overstroming]], [[vloed]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[πλημμύρα]].
|mltxt=[[πλημμύρα]], η, ΝΜΑ, και [[πλημύρα]] Ν, και [[πλήμμυρα]] Α<br /><b>1.</b> υψηλή υδάτινη [[στάθμη]] [[κατά]] την οποία το [[νερό]] κατακλύζει τα [[φυσικά]] ή τεχνητά αναχώματα μιας [[κατά]] κανόνα άνυδρης χέρσου, όπως [[ένας]] [[ποταμός]] κατακλύζει την [[πεδιάδα]] υπερχείλισής του<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεραφθονία]], υπερβολικά [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («[[πλημμύρα]] εντυπώσεων» β. «κακῶν πλήμμυραν», Σέξτ. Εμπ.) || νεοελλ. <b>φρ.</b> «παγετωνική [[πλημμύρα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[απελευθέρωση]] μεγάλου όγκου νερού [[κατά]] την [[τήξη]] ενός παγετώνα, που κατακλύζει τις περιοχές [[πίσω]] από φράγματα πάγου, σε παραποτάμους ή [[κάτω]] από μάζες πάγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[πληθώρα]], [[συσσώρευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[πλημυρίς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πλημμυρίδα]]) με [[επίθημα]] -<i>ja</i>].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πλήμυρα -ας, ἡ [~ πλήμη: vloed] [[overstroming]], [[vloed]].
|lstext='''πλήμυρα''': πλημυρέω, πλημυρίς, πλημύρω, ἴδε [[πλημμυρίς]].
}}
}}
{{trml
{{trml