πλήμυρα

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήμῡρα Medium diacritics: πλήμυρα Low diacritics: πλήμυρα Capitals: ΠΛΗΜΥΡΑ
Transliteration A: plḗmyra Transliteration B: plēmyra Transliteration C: plimyra Beta Code: plh/mura

English (LSJ)

ἡ,
A = πλημυρίς, flood-tide, flood, Thphr. Sign.29, LXX Jb.40.18(23), Placit.3.17.1, D.H.1.71, AP9.291 (Crin.), Ev.Luc. 6.48, Plu.Rom.3, etc.; inundation of the Nile, POxy.1409.17 (iii A. D.): metaph., λόγου Ph.1.175, cf. 690 (pl.); κακῶν S.E.M.11.157.
2 Medic., accumulation, excessive flow, Lycusap.Orib.8.25.39, Aret.SA2.9, SD 2.2.

German (Pape)

[Seite 634] ἡ, πλημυρέω, πλημυρίς, ἡ, πλημύρω u. s. f. s. unter πλήμμυρα, πλημμυρέω u. s. w.

French (Bailly abrégé)

ou πλήμμυρα;
ας (ἡ) :
flux, marée montante.
Étymologie: πίμπλημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήμυρα -ας, ἡ [~ πλήμη: vloed] overstroming, vloed.

Greek Monolingual

πλημμύρα, η, ΝΜΑ, και πλημύρα Ν, και πλήμμυρα Α
1. υψηλή υδάτινη στάθμη κατά την οποία το νερό κατακλύζει τα φυσικά ή τεχνητά αναχώματα μιας κατά κανόνα άνυδρης χέρσου, όπως ένας ποταμός κατακλύζει την πεδιάδα υπερχείλισής του
2. μτφ. υπεραφθονία, υπερβολικά μεγάλη ποσότηταπλημμύρα εντυπώσεων» β. «κακῶν πλήμμυραν», Σέξτ. Εμπ.)

Greek (Liddell-Scott)

πλήμυρα: πλημυρέω, πλημυρίς, πλημύρω, ἴδε πλημμυρίς.

Translations

inundation

Arabic: فيضان; Bulgarian: наводнение; Chamicuro: imujki; Chinese Mandarin: 洪水; Czech: zaplavení, záplava; Dutch: inundatie; French: inondation; Georgian: დატბორვა; German: Überschwemmung, Überflutung; Ancient Greek: ἄμβασις, ἀνάβασις, ἀνάχυσις, βροχή, ἔμπτωσις, θαλάσσω, θαλάσσωσις, θαλάττωσις, κατακλυσμός, ὄμβρος, πλήμυρα; Hungarian: áradás; Italian: inondazione, allagamento, alluvione; Japanese: 洪水; Korean: 홍수; Latin: eluvio, abluvium; Nanai: далан; Ottoman Turkish: سیل, طوفان; Persian: سیلاب; Plautdietsch: Äwaschwamunk; Polish: powódź, potop; Portuguese: inundação; Romanian: inundare, inundație; Russian: наводнение, потоп; Spanish: inundación; Ukrainian: повінь, повідь, затоплення, потоп