Anonymous

ἀλγύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλγύνω:''' [ῡ], Ιων. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀλγύνεσκε</i>· μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἤλγῡνα</i> — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>ἀλγυνοῦμαι</i> (σε Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἠλγύνθην</i>· ([[ἄλγος]])· [[πονώ]], [[θλίβω]], λυπώ, <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., θλίβομαι για [[κάτι]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ευρ.· <i>τι</i>, σε Σοφ.· με μτχ., <i>εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀλγύνω:''' [ῡ], Ιων. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀλγύνεσκε</i>· μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἤλγῡνα</i> — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>ἀλγυνοῦμαι</i> (σε Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἠλγύνθην</i>· ([[ἄλγος]])· [[πονώ]], [[θλίβω]], λυπώ, <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., θλίβομαι για [[κάτι]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.· ἐπί τινι, σε Ευρ.· <i>τι</i>, σε Σοφ.· με μτχ., <i>εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄλγος]] [The [[future]] [[middle]] ἀλγυνοῦμαι is used in a [[passive]] [[sense]].]<br />to [[pain]], [[grieve]], [[distress]], τινά Aesch., etc.:—Pass. to be grieved at a [[thing]], τινι Soph.; ἐπί τινι Eur.; τι Soph.: c. [[part]]., εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἄλγος]] [The [[future]] [[middle]] ἀλγυνοῦμαι is used in a [[passive]] [[sense]].]<br />to [[pain]], [[grieve]], [[distress]], τινά Aesch., etc.:—Pass. to be grieved at a [[thing]], τινι Soph.; ἐπί τινι Eur.; τι Soph.: c. [[part]]., εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην Aesch.
}}
}}