Anonymous

καίριος: Difference between revisions

From LSJ
6_4
(13_7_2)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1296.png Seite 1296]] bei Soph. Phil. 633 u. oft in sp. Prosa 2 Endgn, – 1) vom Orte, <b class="b2">am rechten Orte</b> geschehend, den rechten Fleck treffend, τὸ καίριον, die Stelle am Leibe, wo eine Wunde tödtlich ist, vgl. Il. 8, 83 ἄκρην κὰκ κορυφὴν (βάλεν), ὅθι τε πρῶται [[τρίχες]] ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι, [[μάλιστα]] δὲ καίριόν ἐστιν u. 326; οὐκ ἐν καιρίῳ ὀξὺ [[πάγη]] [[βέλος]], nicht an einer tödtlichen Stelle, 4, 185; οὔ τι [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθε 11, 439; so Xen. Equ. 12, 8 καιριώτατον. – Nach Hom. bes. [[καιρία]] [[πληγή]], ein tödtlicher Streich, Todesstreich, πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. Ag. 1316, wie [[ἐπεύχομαι]] δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν 1265; καιρίους σφαγάς Eur. Phoen. 1440, u. Sp., wie Luc. Nigr. 55 βαθεῖα καὶ [[καίριος]] ἡ πληγὴ ἐγένετο; D. Sic. 4, 16; [[καταφορά]] Pol. 2, 33, 3; ohne subst., καιρίῃ ἔδοξε τετύφθαι Her. 3, 64; – καίριοι τόποι τοῦ σώματος Plut. Lac. apophth. Cleomen. p. 212; vgl. noch καίριον ἀστράγαλον ἐάγη Diod. 15 (VII, 632); – νοσήματα ἢ τρώματα, tödtlich, Hippocr. – 2) von der Zeit, zu rechter Zeit,<b class="b2"> schicklich, passend</b>, treffend; τὰ καίρια λέγειν Aesch. Spt. 1. 601; σιγᾶν θ' [[ὅπου]] δεῖ καὶ λέγειν τὰ κ. Ch. 575; εἴ τι καίριον λέγεις Soph. Ant. 720; βλέπ' εἰ καίρια φθἔγγει Phil. 850, wie Eur. I. A. 829; καιρίοισι συμφοραῖς Aesch. Ch. 1060; [[καίριος]] [[σπουδή]] Soph. Phil. 633; δρᾶν τὰ καίρια Ai. 120; φρονεῖν El. 221; καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην O. R. 631, daß Jok, zu rechter Zeit kommt, wie Eur. [[καίριος]] ἦλθες El. 598; καιριωτέρα [[βουλή]] Heracl. 492; in Prosa, φροντίζων δὲ εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα εἶναι Her. 1, 125, καὶ τὸ μέτριον Plat. Phil. 66 a, τοῦτο [[μάλιστα]] καιριώτατον γένοιτ' ἄν Tim. 51 d; einzeln bei SP. – 3) das Zeitliche, Vergängliche, neben [[ἀβέβαιος]] Strato 66 (XII, 224). – Adv., πολλῶν καιρίως εἰρημένων Aesch. Ag. 1345; καιρίως οὐτασμένος, tödtlich verwundet, Ag. 1317, wie κ. πατάξαι Pol. 11, 18, 4, πληγείς 2, 69, 2; – καιριωτέρως παρεῖναι Xen. Cyr. 4, 5, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1296.png Seite 1296]] bei Soph. Phil. 633 u. oft in sp. Prosa 2 Endgn, – 1) vom Orte, <b class="b2">am rechten Orte</b> geschehend, den rechten Fleck treffend, τὸ καίριον, die Stelle am Leibe, wo eine Wunde tödtlich ist, vgl. Il. 8, 83 ἄκρην κὰκ κορυφὴν (βάλεν), ὅθι τε πρῶται [[τρίχες]] ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι, [[μάλιστα]] δὲ καίριόν ἐστιν u. 326; οὐκ ἐν καιρίῳ ὀξὺ [[πάγη]] [[βέλος]], nicht an einer tödtlichen Stelle, 4, 185; οὔ τι [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθε 11, 439; so Xen. Equ. 12, 8 καιριώτατον. – Nach Hom. bes. [[καιρία]] [[πληγή]], ein tödtlicher Streich, Todesstreich, πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. Ag. 1316, wie [[ἐπεύχομαι]] δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν 1265; καιρίους σφαγάς Eur. Phoen. 1440, u. Sp., wie Luc. Nigr. 55 βαθεῖα καὶ [[καίριος]] ἡ πληγὴ ἐγένετο; D. Sic. 4, 16; [[καταφορά]] Pol. 2, 33, 3; ohne subst., καιρίῃ ἔδοξε τετύφθαι Her. 3, 64; – καίριοι τόποι τοῦ σώματος Plut. Lac. apophth. Cleomen. p. 212; vgl. noch καίριον ἀστράγαλον ἐάγη Diod. 15 (VII, 632); – νοσήματα ἢ τρώματα, tödtlich, Hippocr. – 2) von der Zeit, zu rechter Zeit,<b class="b2"> schicklich, passend</b>, treffend; τὰ καίρια λέγειν Aesch. Spt. 1. 601; σιγᾶν θ' [[ὅπου]] δεῖ καὶ λέγειν τὰ κ. Ch. 575; εἴ τι καίριον λέγεις Soph. Ant. 720; βλέπ' εἰ καίρια φθἔγγει Phil. 850, wie Eur. I. A. 829; καιρίοισι συμφοραῖς Aesch. Ch. 1060; [[καίριος]] [[σπουδή]] Soph. Phil. 633; δρᾶν τὰ καίρια Ai. 120; φρονεῖν El. 221; καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην O. R. 631, daß Jok, zu rechter Zeit kommt, wie Eur. [[καίριος]] ἦλθες El. 598; καιριωτέρα [[βουλή]] Heracl. 492; in Prosa, φροντίζων δὲ εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα εἶναι Her. 1, 125, καὶ τὸ μέτριον Plat. Phil. 66 a, τοῦτο [[μάλιστα]] καιριώτατον γένοιτ' ἄν Tim. 51 d; einzeln bei SP. – 3) das Zeitliche, Vergängliche, neben [[ἀβέβαιος]] Strato 66 (XII, 224). – Adv., πολλῶν καιρίως εἰρημένων Aesch. Ag. 1345; καιρίως οὐτασμένος, tödtlich verwundet, Ag. 1317, wie κ. πατάξαι Pol. 11, 18, 4, πληγείς 2, 69, 2; – καιριωτέρως παρεῖναι Xen. Cyr. 4, 5, 49.
}}
{{ls
|lstext='''καίριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Θέογν. 341, Τραγ., Λουκ. Νιγρ. 35: ([[καιρός]] Β): 1) παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τόπου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, καίριον, ἐπικίνδυνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, [[ἔνθα]] ἐὰν κτυπηθῇ τις ἀποθνήσκει, Ἰλ. Θ. 84, 326˙ οὐκ ἐν καιρίῳ, «οὐκ ἐν ἐπικινδύνῳ» (Σχόλ.), Δ 185˙ [[οὔτι]] [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθεν Λουκ. 439˙ ὁ [[αὐχήν]] ἐστι τῶν καιρίων ξεν. Ἱππ. 12, 2˙ καιριώτατον [[αὐτόθι]] 8˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πληγῶν, καιρία (δηλ. [[πληγή]]), θανατηφόρον [[τραῦμα]], καιρίην (κοινῶς: καιρίῃ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64˙ πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343˙ καιρίας πληγῆς τυχεῖν [[αὐτόθι]] 1265˙ πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5, καὶ ἴδε [[ἀνταῖος]]˙ οὕτω, καιρίας σφαγὰς Εὐρ. Φοίν. 1430˙ καίρια νοσήματα, τραύματα Ἱππ. 448. 8˙ ἔχειν τὴν καταφορὰν καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ, [[ἔγκαιρος]], προσήκων, [[κατάλληλος]], εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα Ἡρόδ. 1. 125˙ χρὴ λέγειν τὰ καίρια Αἰσχύλ. Θήβ. 1, πρβλ. Χο. 582, 619˙ καίριοι συμφοραὶ [[αὐτόθι]] 1064˙ εἴ τι καίριον λέγεις Σοφ. Ἀντ. 724˙ δρᾶν, φρονεῖν τὰ καίρια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 120, Ἠλ. 228˙ [[καίριος]] σπουδὴ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 637˙ καιριωτέρα βουλὴ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 471˙ κ. [[ἐνθύμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4˙ τὸ ἀεὶ καίριον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 2, 12, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὐποκείμ., καιρίαν δ’ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην, ἐρχομένην κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Σοφ. Ο. Τ. 631˙ [[καίριος]] ἦλθες Εὐρ. Ἠλ. 598˙ ὁ δὲ Δινδ. Διώρθωσε καιρία (ἀντὶ καὶ δορία) [[πτώσιμος]], πίπτουσα κατὰ τὴν προσήκουσαν ἢ ὀλεθρίαν στιγμήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122: - τὰ καίρια, ἐπίκαιροι περιστάσεις, εὐκαιρίαι, Θουκ. 4. 10˙ αἰφνίδιοι δυσκολίαι, Δίων Κ. 34. 77, 2. 2) διαρκῶν ἐπί τινα καιρόν, Ἀνθ. Π. 12. 224. ΙΙΙ. τὸ κύριον [[μέρος]] πράγματός τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4 (Schneid. κυριώτατα). IV. Ἐπίρρ. -ρίως, ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἁρμοδίως, καιρίως εἰρημένον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1372˙ σκοπεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 339˙ Συγκρ. -ωτέρως, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - οὕτω καί, πρὸς τὸ καίριον Σοφ. Φιλ. 525. 2) θανατηφόρως, θανασίμως, οὐτασμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344, πρβλ. Πολύβ. 2. 69, 2.
}}
}}