3,274,873
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καίριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Θέογν. 341, Τραγ., Λουκ. Νιγρ. 35: ([[καιρός]] Β): 1) παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τόπου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, καίριον, ἐπικίνδυνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, [[ἔνθα]] ἐὰν κτυπηθῇ τις ἀποθνήσκει, Ἰλ. Θ. 84, 326˙ οὐκ ἐν καιρίῳ, «οὐκ ἐν ἐπικινδύνῳ» (Σχόλ.), Δ 185˙ [[οὔτι]] [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθεν Λουκ. 439˙ ὁ [[αὐχήν]] ἐστι τῶν καιρίων ξεν. Ἱππ. 12, 2˙ καιριώτατον [[αὐτόθι]] 8˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πληγῶν, καιρία (δηλ. [[πληγή]]), θανατηφόρον [[τραῦμα]], καιρίην (κοινῶς: καιρίῃ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64˙ πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343˙ καιρίας πληγῆς τυχεῖν [[αὐτόθι]] 1265˙ πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5, καὶ ἴδε [[ἀνταῖος]]˙ οὕτω, καιρίας σφαγὰς Εὐρ. Φοίν. 1430˙ καίρια νοσήματα, τραύματα Ἱππ. 448. 8˙ ἔχειν τὴν καταφορὰν καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ, [[ἔγκαιρος]], προσήκων, [[κατάλληλος]], εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα Ἡρόδ. 1. 125˙ χρὴ λέγειν τὰ καίρια Αἰσχύλ. Θήβ. 1, πρβλ. Χο. 582, 619˙ καίριοι συμφοραὶ [[αὐτόθι]] 1064˙ εἴ τι καίριον λέγεις Σοφ. Ἀντ. 724˙ δρᾶν, φρονεῖν τὰ καίρια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 120, Ἠλ. 228˙ [[καίριος]] σπουδὴ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 637˙ καιριωτέρα βουλὴ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 471˙ κ. [[ἐνθύμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4˙ τὸ ἀεὶ καίριον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 2, 12, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὐποκείμ., καιρίαν δ’ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην, ἐρχομένην κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Σοφ. Ο. Τ. 631˙ [[καίριος]] ἦλθες Εὐρ. Ἠλ. 598˙ ὁ δὲ Δινδ. Διώρθωσε καιρία (ἀντὶ καὶ δορία) [[πτώσιμος]], πίπτουσα κατὰ τὴν προσήκουσαν ἢ ὀλεθρίαν στιγμήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122: - τὰ καίρια, ἐπίκαιροι περιστάσεις, εὐκαιρίαι, Θουκ. 4. 10˙ αἰφνίδιοι δυσκολίαι, Δίων Κ. 34. 77, 2. 2) διαρκῶν ἐπί τινα καιρόν, Ἀνθ. Π. 12. 224. ΙΙΙ. τὸ κύριον [[μέρος]] πράγματός τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4 (Schneid. κυριώτατα). IV. Ἐπίρρ. -ρίως, ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἁρμοδίως, καιρίως εἰρημένον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1372˙ σκοπεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 339˙ Συγκρ. -ωτέρως, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - οὕτω καί, πρὸς τὸ καίριον Σοφ. Φιλ. 525. 2) θανατηφόρως, θανασίμως, οὐτασμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344, πρβλ. Πολύβ. 2. 69, 2. | |lstext='''καίριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Θέογν. 341, Τραγ., Λουκ. Νιγρ. 35: ([[καιρός]] Β): 1) παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τόπου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, [[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, καίριον, ἐπικίνδυνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, [[ἔνθα]] ἐὰν κτυπηθῇ τις ἀποθνήσκει, Ἰλ. Θ. 84, 326˙ οὐκ ἐν καιρίῳ, «οὐκ ἐν ἐπικινδύνῳ» (Σχόλ.), Δ 185˙ [[οὔτι]] [[βέλος]] κατὰ καίριον ἦλθεν Λουκ. 439˙ ὁ [[αὐχήν]] ἐστι τῶν καιρίων ξεν. Ἱππ. 12, 2˙ καιριώτατον [[αὐτόθι]] 8˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πληγῶν, καιρία (δηλ. [[πληγή]]), θανατηφόρον [[τραῦμα]], καιρίην (κοινῶς: καιρίῃ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64˙ πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343˙ καιρίας πληγῆς τυχεῖν [[αὐτόθι]] 1265˙ πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5, καὶ ἴδε [[ἀνταῖος]]˙ οὕτω, καιρίας σφαγὰς Εὐρ. Φοίν. 1430˙ καίρια νοσήματα, τραύματα Ἱππ. 448. 8˙ ἔχειν τὴν καταφορὰν καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ, [[ἔγκαιρος]], προσήκων, [[κατάλληλος]], εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα Ἡρόδ. 1. 125˙ χρὴ λέγειν τὰ καίρια Αἰσχύλ. Θήβ. 1, πρβλ. Χο. 582, 619˙ καίριοι συμφοραὶ [[αὐτόθι]] 1064˙ εἴ τι καίριον λέγεις Σοφ. Ἀντ. 724˙ δρᾶν, φρονεῖν τὰ καίρια ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 120, Ἠλ. 228˙ [[καίριος]] σπουδὴ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 637˙ καιριωτέρα βουλὴ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 471˙ κ. [[ἐνθύμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4˙ τὸ ἀεὶ καίριον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 2, 12, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὐποκείμ., καιρίαν δ’ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην, ἐρχομένην κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Σοφ. Ο. Τ. 631˙ [[καίριος]] ἦλθες Εὐρ. Ἠλ. 598˙ ὁ δὲ Δινδ. Διώρθωσε καιρία (ἀντὶ καὶ δορία) [[πτώσιμος]], πίπτουσα κατὰ τὴν προσήκουσαν ἢ ὀλεθρίαν στιγμήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122: - τὰ καίρια, ἐπίκαιροι περιστάσεις, εὐκαιρίαι, Θουκ. 4. 10˙ αἰφνίδιοι δυσκολίαι, Δίων Κ. 34. 77, 2. 2) διαρκῶν ἐπί τινα καιρόν, Ἀνθ. Π. 12. 224. ΙΙΙ. τὸ κύριον [[μέρος]] πράγματός τινος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4 (Schneid. κυριώτατα). IV. Ἐπίρρ. -ρίως, ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἁρμοδίως, καιρίως εἰρημένον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1372˙ σκοπεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 339˙ Συγκρ. -ωτέρως, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - οὕτω καί, πρὸς τὸ καίριον Σοφ. Φιλ. 525. 2) θανατηφόρως, θανασίμως, οὐτασμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344, πρβλ. Πολύβ. 2. 69, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> opportun : καίριον λέγειν SOPH parler à propos, dire des choses opportunes ; τὰ καίρια THC les circonstances favorables, l’opportunité ; πρὸς τὸ καίριον SOPH à propos, en temps opportun ; <i>en parl. de pers.</i> καιρίαν δ’ [[ἡμῖν]] ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην SOPH voici que justement je vois Jocaste s’avancer vers nous;<br /><b>2</b> <i>p. anal. avec idée de lieu</i> qui se trouve à l’endroit convenable <i>particul. pour donner la mort</i> : [[ἐν]] καιρίῳ IL, κατὰ καίριον IL à l’endroit où le coup est mortel ; τὰ καίρια (μέρη) IL parties du corps essentielles <i>particul. où les blessures sont mortelles</i> ; καιρία [[πληγή]] ESCHL <i>ou simpl.</i> [[καιρίη]] <i>(ion.)</i> HDT blessure mortelle;<br /><i>Cp.</i> καιριώτερος, <i>Sp.</i> καιριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]]. | |||
}} | }} |