Anonymous

πορθμεύω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_7_1)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] trans., über eine Meerenge, einen Fluß u. dgl. überfahren, übersetzen; στρατόν, Eur. Rhes. 429; δεῦρο [[βρέφος]], Ion 1599; übtr. sagt Aesch. ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον [[πάλιν]], Ch. 674; zu Schiffe führen, [[ἀλλά]] μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα, Soph. Tr. 799; u. allgemeiner, ποῖ διωγμὸν τόνδε πορθμεύεις, Eur. I. T. 1435; εἰς δάκρυα πορθμεύουσ' ὑπόμνησιν κακῶν, Or. 1032, die Erinnerung an das Leid zu den Thränen überführen, bis zu Thränen steigern; ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων [[ἴχνος]], I. T. 266, d. i. vorschreitend, wie τί ποτ' εἰς γῆν τήνδε ἐπόρθμευσας πόδα, 936. – Pass. übergesetzt werden, übersetzen, intr.; Her. 2, 97; λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος, zum Aether, Eur. Andr. 1230; πορθμευθείς, Mel. 7 (XII, 52); wie auch das activ. (sc. ἑαυτόν) gebraucht ist, ποταμούς, Plat. Ax. 371 b; [[τίς]] ἀστὴρ ὅδε πορθμεύει, geht über den Himmel weg, Eur. I. A. 6. Auch in sp. Prosa, mit dem allgemeinen Begriff »Seefahrt treiben«.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] trans., über eine Meerenge, einen Fluß u. dgl. überfahren, übersetzen; στρατόν, Eur. Rhes. 429; δεῦρο [[βρέφος]], Ion 1599; übtr. sagt Aesch. ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον [[πάλιν]], Ch. 674; zu Schiffe führen, [[ἀλλά]] μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα, Soph. Tr. 799; u. allgemeiner, ποῖ διωγμὸν τόνδε πορθμεύεις, Eur. I. T. 1435; εἰς δάκρυα πορθμεύουσ' ὑπόμνησιν κακῶν, Or. 1032, die Erinnerung an das Leid zu den Thränen überführen, bis zu Thränen steigern; ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων [[ἴχνος]], I. T. 266, d. i. vorschreitend, wie τί ποτ' εἰς γῆν τήνδε ἐπόρθμευσας πόδα, 936. – Pass. übergesetzt werden, übersetzen, intr.; Her. 2, 97; λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος, zum Aether, Eur. Andr. 1230; πορθμευθείς, Mel. 7 (XII, 52); wie auch das activ. (sc. ἑαυτόν) gebraucht ist, ποταμούς, Plat. Ax. 371 b; [[τίς]] ἀστὴρ ὅδε πορθμεύει, geht über den Himmel weg, Eur. I. A. 6. Auch in sp. Prosa, mit dem allgemeinen Begriff »Seefahrt treiben«.
}}
{{ls
|lstext='''πορθμεύω''': (πορθμὸς) [[διαπορθμεύω]], [[μεταβιβάζω]] διὰ στενοῦ πόρου θαλάσσης ἢ ποταμοῦ κτλ. εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Λατ. trajicere, στρατὸν Εὐρ. Ρῆσ. 429· τινὰς εἰς Σαλαμῖνα Αἰσχίν. 76. 10· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[μεταβιβάζω]], [[διαβιβάζω]], ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον [[πάλιν]] Αἰσχύλ. Χο. 685· [[δεῦρο]] [[βρέφος]] Εὐρ. Ἴων 1599· γραφὰς πρὸς Ἄργος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 735· [[ὡσαύτως]], π. τινὰ ἐκ γῆς Σοφ. Τρ. 802, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1358· π. [[πόδα]], [[ἴχνος]], ἄγω, τί γάρ ποτ’ ἐς γῆν τήνδ’ ἐπόρθμευσας [[πόδα]]; Εὐρ. Ι. Τ. 936· ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων χνος 266· ― μεταφ. παρὰ τῷ Εὐρ., ὑπόμνησιν κακῶν εἰς δάκρυα π. Ὀρ. 1032· π. τινὰ εἰς αἱματηρὸν γάμον Ι. Τ. 371· ποῖ διωγμὸν πορθμεύεις; [[μέχρι]] τίνος ἐκτείνεις τὴν καταδίωξιν; [[αὐτόθι]] 1435· [[Ἀχέρων]] ἄχεα π. βροτοῖσιν Λικύμνιος 2· πορθμεύει γὰρ ἔμοιγε [[κύλιξ]] παρὰ σοῦ τὸ [[φίλημα]] Ἀνθ. Π. 5. 261. ― Παθ., διαπορθμεύομαι ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, Ἡρόδ. 2. 97· π. ὄχοις Εὐρ. Τρῳ. 569· μετ’ αἰτ. τόπου, [[διέρχομαι]] [[ὑπεράνω]] ἢ διὰ μέσου, λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1229. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀμετάβ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ποταμοὺς Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β· Ἀχέροντος [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Π. 7. 68· κύματα Συλλ. Ἐπιγρ. 1988b. 1· τίς ἀστὴρ ὅδε π. Εὐρ. Ι. Α. 6.
}}
}}