Anonymous

παραλυπέω: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_4)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] betrüben, kränken; τινά, Plat. Phaed. 65 c u. Sp. Bei Xen. An. 2, 5, 29 absolut, οἱ παραλυποῦντες, die Widerwärtigen; Schaden zufügen, [[καί]] τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους, Plut. Pericl. 35, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] betrüben, kränken; τινά, Plat. Phaed. 65 c u. Sp. Bei Xen. An. 2, 5, 29 absolut, οἱ παραλυποῦντες, die Widerwärtigen; Schaden zufügen, [[καί]] τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους, Plut. Pericl. 35, öfter.
}}
{{ls
|lstext='''παραλῡπέω''': λυπῶ, παρενοχλῶ, [[ἄλλο]] παρελύπτει ... οὐδέν, οὐδεμία ἄλλη [[νόσος]] παρηνώχλει αὐτοὺς πλὴν τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 51· [[ὅταν]] μηδὲν ... αὐτὴν παραλυπῇ Πλάτ. Φαίδων 65c· π. τινά τι Πλουτ. Περικλ. 35· οἱ παραλυποῦντες, οἱ ἐνοχλητικοί, ἄτακτοι, ἀκυβέρνητοι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 29· - Παθ., παραβλάπτομαι, Στράβ. 398, κτλ.
}}
}}