παραλυπέω

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλῡπέω Medium diacritics: παραλυπέω Low diacritics: παραλυπέω Capitals: ΠΑΡΑΛΥΠΕΩ
Transliteration A: paralypéō Transliteration B: paralypeō Transliteration C: paralypeo Beta Code: paralupe/w

English (LSJ)

grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει… οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Th.2.51, cf. X.Vect.4.32, Thphr. CP 1.7.8; annoy by a diversion, Th.4.89; ὅταν αὐτὴν μηδὲν… παραλυπῇ Pl.Phd. 65c; π. τοὺς πολεμίους τι Plu.Per.35; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, X.An.2.5.29:—Pass., to be molested, ὑπὸ βασιλέων Str.9.1.20, etc.

German (Pape)

[Seite 488] betrüben, kränken; τινά, Plat. Phaed. 65 c u. Sp. Bei Xen. An. 2, 5, 29 absolut, οἱ παραλυποῦντες, die Widerwärtigen; Schaden zufügen, καί τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους, Plut. Pericl. 35, öfter.

French (Bailly abrégé)

παραλυπῶ :
1 affliger, acc.;
2 causer du dommage, nuire à, acc..
Étymologie: παρά, λυπέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλυπέω [παρά, λυπέω] (erbij) kwellen, lastig vallen; met acc. en acc. v. h. inw. obj.: βούλομενος τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους omdat hij de vijand ook nog wat schade wilde berokkenen Plut. Per. 35.1.

Russian (Dvoretsky)

παραλῡπέω:
1 тревожить, смущать, приводить в смятение (sc. τὴν ψυχήν Plat.);
2 беспокоить, стеснять: οἱ παραλυποῦντες Xen. являющиеся помехой;
3 причинять вред, наносить ущерб: π. τινά τι Plut. причинить кому-л. какой-л. ущерб.

Greek Monotonic

παραλῡπέω: μέλ. -ήσω, λυπώ ή παρενοχλώ, ἄλλο παρελύπει οὐδέν, καμία άλλη ασθένεια δεν τους μαστίζει πέραν του λοιμού, σε Θουκ.· ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ, σε Πλάτ.· οἱ παραλυποῦντες, ανυπότακτοι, σκληροτράχηλοι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παραλῡπέω: λυπῶ, παρενοχλῶ, ἄλλο παρελύπτει ... οὐδέν, οὐδεμία ἄλλη νόσος παρηνώχλει αὐτοὺς πλὴν τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 51· ὅταν μηδὲν ... αὐτὴν παραλυπῇ Πλάτ. Φαίδων 65c· π. τινά τι Πλουτ. Περικλ. 35· οἱ παραλυποῦντες, οἱ ἐνοχλητικοί, ἄτακτοι, ἀκυβέρνητοι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 29· - Παθ., παραβλάπτομαι, Στράβ. 398, κτλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Thuc.; ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ Plat.; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, Xen.

Lexicon Thucydideum

vexare, to harass, distress, 2.51.1, 4.89.2.