3,274,916
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλῡπέω''': λυπῶ, παρενοχλῶ, [[ἄλλο]] παρελύπτει ... οὐδέν, οὐδεμία ἄλλη [[νόσος]] παρηνώχλει αὐτοὺς πλὴν τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 51· [[ὅταν]] μηδὲν ... αὐτὴν παραλυπῇ Πλάτ. Φαίδων 65c· π. τινά τι Πλουτ. Περικλ. 35· οἱ παραλυποῦντες, οἱ ἐνοχλητικοί, ἄτακτοι, ἀκυβέρνητοι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 29· - Παθ., παραβλάπτομαι, Στράβ. 398, κτλ. | |lstext='''παραλῡπέω''': λυπῶ, παρενοχλῶ, [[ἄλλο]] παρελύπτει ... οὐδέν, οὐδεμία ἄλλη [[νόσος]] παρηνώχλει αὐτοὺς πλὴν τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 51· [[ὅταν]] μηδὲν ... αὐτὴν παραλυπῇ Πλάτ. Φαίδων 65c· π. τινά τι Πλουτ. Περικλ. 35· οἱ παραλυποῦντες, οἱ ἐνοχλητικοί, ἄτακτοι, ἀκυβέρνητοι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 29· - Παθ., παραβλάπτομαι, Στράβ. 398, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> affliger, acc.;<br /><b>2</b> causer du dommage, nuire à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λυπέω]]. | |||
}} | }} |