3,277,649
edits
(13_6b) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ [[κατέρχομαι]] Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. [[κάτειμι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ [[κατέρχομαι]] Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. [[κάτειμι]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)˙ ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν˙ ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.˙ τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109˙ [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330˙ εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2˙- [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541˙ ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19˙ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.˙ φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200˙ ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39˙ ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63˙ ἴδε [[κάτειμι]]. | |||
}} | }} |