Anonymous

κατέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)˙ ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν˙ ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.˙ τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109˙ [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330˙ εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2˙- [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541˙ ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19˙ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.˙ φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200˙ ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39˙ ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63˙ ἴδε [[κάτειμι]].
|lstext='''κατέρχομαι''': μέλλ. [[κατελεύσομαι]] (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. [[κάτειμι]], ὡς καὶ τὸ κατῄειν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)˙ ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν˙ ἀποθ. [[καταβαίνω]], Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.˙ τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109˙ [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος [[εἴσω]], Ἄϊδόσδε [[αὐτόθι]] 284., Η. 330˙ εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2˙- [[ὡσαύτως]] ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν [[κατελεύσομαι]] Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ [[πόλινδε]] κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ [[θάλασσα]], ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541˙ ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19˙ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως [[ἐπανέρχομαι]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.˙ φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200˙ ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39˙ ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63˙ ἴδε [[κάτειμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κάτειμι]], <i>ao.2</i> κατῆλθον;<br /><b>I.</b> descendre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> dans les enfers : [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] IL, Ἀϊδόσδε IL chez Hadès;<br /><b>2</b> de l’intérieur du pays à la côte : ἐπὶ [[νῆα]] OD pour s’embarquer;<br /><b>3</b> de la campagne à la ville, descendre en ville;<br /><b>4</b> <i>fig. en parl. de choses</i> tomber en pente <i>en parl. d’un rocher ; en parl d’un fleuve.</i> s’écouler, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> revenir, <i>particul.</i> revenir d’exil ; <i>au sens Pass.</i> être ramené d’exil : [[ὑπό]] τινος par qqn;<br /><b>III.</b> <i>c.</i> [[κατατρέχω]] fondre sur, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}