Anonymous

φυσιάω: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. [[αἷμα]] ἐξέπνευσε; zischend, [[ἔχις]] φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Uebertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. [[αἷμα]] ἐξέπνευσε; zischend, [[ἔχις]] φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Uebertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.
}}
{{ls
|lstext='''φῡσιάω''': Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ [[φυσάω]] 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἀναπνέω]] δυνατά, [[ἀναπνέω]] [[μετὰ]] δυσκολίας, [[ἀσθμαίνω]], ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ [[σπλάγχνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. [[φυσάω]] ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) [[σίζω]], [[συρίζω]], φυσιόωσα [[ἔχις]] Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
}}
}}