Anonymous

φυσιάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσιάω''': Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ [[φυσάω]] 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἀναπνέω]] δυνατά, [[ἀναπνέω]] [[μετὰ]] δυσκολίας, [[ἀσθμαίνω]], ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ [[σπλάγχνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. [[φυσάω]] ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) [[σίζω]], [[συρίζω]], φυσιόωσα [[ἔχις]] Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
|lstext='''φῡσιάω''': Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ [[φυσάω]] 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἀναπνέω]] δυνατά, [[ἀναπνέω]] [[μετὰ]] δυσκολίας, [[ἀσθμαίνω]], ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ [[σπλάγχνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. [[φυσάω]] ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) [[σίζω]], [[συρίζω]], φυσιόωσα [[ἔχις]] Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />souffler avec force, respirer bruyamment.<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]].
}}
}}