Anonymous

ἐρίζω: Difference between revisions

From LSJ
4,354 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_7_2)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] (s. [[ἔρις]]), dor. ἐρίσδω, fut. ἐρίσω, ep. auch ἐρίσσω, dor. ἐρίξω, perf. p. auch [[ἐρήρισται]], Hes. fr. Clem. Al. strom. p. 602, – 1) streiten, zanken, meist wie [[ἐριδαίνω]] vom Wettstreit, u. übh. von feindseliger Gesinnung, τινί; Il. 1, 6, [[ἀντιβίην]] τινί, offenbar mit Jem. streiten, 1, 277; [[περί]] τινος, über Etwas, 12, 423; [[ἀντία]] τινί, Pind. P. 4, 285; τινί, N. 8, 22; auch πρὸς θεόν, P. 2, 88; τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν Soph. El. 459, das Gerechte darf nicht Streit erregen; ἐρίζουσιν οἱ διάφοροί τε καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat-Prot. 337 b, wo ein Unterschied zwischen ἐρίζειν u. ἀμφισβητεῖν gemacht wird; [[περί]] τινος, Conv. 173 e; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ διαλέγεσθαι Rep. V, 454 a; πρὸς θεούς III, 395 d; [[πόλις]] πόλει Thuc. 5, 79; Folgde; τινὶ γνώμῃ Lys. 3, 42; [[πρός]] τινα [[περί]] τινος, Plut. Timol. 14. – 2) bes. wettstreiten, wetteifern, τινί, mit Einem, Il. 6, 131, Ἀφροδίτῃ [[κάλλος]], mit der Aphrodite an Schönheit, in Betreff der Schönheit, 9, 389; Od. 5, 213; auch περὶ μύθων, περὶ τόξων, Il. 15, 284 Od. 8, 225; auch ποσί; δρηστοσύνῃ, mit den Füßen, d. i. im Laufe mit Jem. wetteifern, Il. 13, 325 Od. 15, 321; auch c. int., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχέσσασθαι 18, 38; vgl. Phalaec. Ath. X, 440 e; absolut, [[Νέστωρ]] [[οἶος]] ἔριζε, Nestor allein wetteiferte, that es gleich, nahm es auf, Il. 2, 555; νόον γε μὲν [[οὔτις]] ἔριζε Hes. Sc. 5. – Auch in Prosa, τινί, Her. 4, 152; ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ [[χωρίον]], wetteifernd nehmen sie den Platz ein, Xen. An. 4, 7, 12; [[περί]] τινος, 1, 2, 8 u. Sp.; ἠρικέναι, Pol. 3, 91, 7; ἔριν [[πρός]] τινα, Theocr. 5, 23, vgl. 136. – 3) das med. in der Bdtg des act., wettkämpfen, ᾡ [[οὔτις]] τοι ἐρίζεται [[ἐνθάδε]] [[ἀνήρ]] Il. 5, 172; Od. 4, 80; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι, er wetteiferte an Klugheit mit dem Zeus, Hes. Th. 534; ἵνα ταχυτὰς π οδῶν ἐρίζεται Pind. Ol. 1, 95; τινί, I. 3, 47. Vgl. [[ἐριδαίνω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] (s. [[ἔρις]]), dor. ἐρίσδω, fut. ἐρίσω, ep. auch ἐρίσσω, dor. ἐρίξω, perf. p. auch [[ἐρήρισται]], Hes. fr. Clem. Al. strom. p. 602, – 1) streiten, zanken, meist wie [[ἐριδαίνω]] vom Wettstreit, u. übh. von feindseliger Gesinnung, τινί; Il. 1, 6, [[ἀντιβίην]] τινί, offenbar mit Jem. streiten, 1, 277; [[περί]] τινος, über Etwas, 12, 423; [[ἀντία]] τινί, Pind. P. 4, 285; τινί, N. 8, 22; auch πρὸς θεόν, P. 2, 88; τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν Soph. El. 459, das Gerechte darf nicht Streit erregen; ἐρίζουσιν οἱ διάφοροί τε καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat-Prot. 337 b, wo ein Unterschied zwischen ἐρίζειν u. ἀμφισβητεῖν gemacht wird; [[περί]] τινος, Conv. 173 e; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ διαλέγεσθαι Rep. V, 454 a; πρὸς θεούς III, 395 d; [[πόλις]] πόλει Thuc. 5, 79; Folgde; τινὶ γνώμῃ Lys. 3, 42; [[πρός]] τινα [[περί]] τινος, Plut. Timol. 14. – 2) bes. wettstreiten, wetteifern, τινί, mit Einem, Il. 6, 131, Ἀφροδίτῃ [[κάλλος]], mit der Aphrodite an Schönheit, in Betreff der Schönheit, 9, 389; Od. 5, 213; auch περὶ μύθων, περὶ τόξων, Il. 15, 284 Od. 8, 225; auch ποσί; δρηστοσύνῃ, mit den Füßen, d. i. im Laufe mit Jem. wetteifern, Il. 13, 325 Od. 15, 321; auch c. int., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχέσσασθαι 18, 38; vgl. Phalaec. Ath. X, 440 e; absolut, [[Νέστωρ]] [[οἶος]] ἔριζε, Nestor allein wetteiferte, that es gleich, nahm es auf, Il. 2, 555; νόον γε μὲν [[οὔτις]] ἔριζε Hes. Sc. 5. – Auch in Prosa, τινί, Her. 4, 152; ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ [[χωρίον]], wetteifernd nehmen sie den Platz ein, Xen. An. 4, 7, 12; [[περί]] τινος, 1, 2, 8 u. Sp.; ἠρικέναι, Pol. 3, 91, 7; ἔριν [[πρός]] τινα, Theocr. 5, 23, vgl. 136. – 3) das med. in der Bdtg des act., wettkämpfen, ᾡ [[οὔτις]] τοι ἐρίζεται [[ἐνθάδε]] [[ἀνήρ]] Il. 5, 172; Od. 4, 80; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι, er wetteiferte an Klugheit mit dem Zeus, Hes. Th. 534; ἵνα ταχυτὰς π οδῶν ἐρίζεται Pind. Ol. 1, 95; τινί, I. 3, 47. Vgl. [[ἐριδαίνω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐρίζω''': Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρίζοντι Πινδ. Ν. 5. 72· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐριζέμεναι, -έμεν Ἰλ. Φ. 185, Ψ. 404, Δωρ. [[ἐρίσδεν]] Θεόκρ. 6. 5: παρατ. ἤριζον Δημ. 113. 20. Ἐπικ. ἔριζον Ἰλ. Β. 555, Ἰων. ἐρίζεσκον Ὀδ. Θ. 225: μέλλ. ἐρίσω (δι-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 127. Δωρ. ἐρίξω, Πίνδ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 56. 94: Ἐπικ. ἀόρ. ἤρῐσα Ἡσ. Θ. 928, Λυσ. 194. 33, ποιητ. ἔρισα Πινδ. Ι. 8 (7). 60· Ἐπικ. εὐκτ. ἐρίσσειε Ὅμ., ἴδε κατωτ.· Δωρ. ἤριξα Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 26: - πρκμ. ἤρικα Πολύβ. 3. 91, 7: - Μέσ., Ἐπικ. παρατ. ἐρέζετο Ἡσ. Θ. 534: Ἐπικ. ἀορ. ὑποτ. ἐρίσσεται (ἀντὶ ἐρίσηται) Ὀδ. Δ. 80. - Παθ., Ἐπικ. πρκμ. ἐρήρισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), ἴδε κατωτ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἐρέθω, ἐρεθίζω). Μάχομαι, φιλονεικῶ, μαλλώνω, συνήθως ἐπὶ λογομαχιῶν, τινί, [[πρός]] τινα, Ἰλ. Α. 6. κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀλλήλοις Ὀδ. Σ. 277, Πλάτ.· [[ἀντιβίην]] τινὶ Ἰλ. Α. 277· [[ἀντία]] τινὶ Πινδ. Π. 4. 507· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 162, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Πλάτ. Πολ. 395D· ὗς ποτ’ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Θεόκρ. 5. 23· [[περί]] τινος Ἰλ. Μ. 423, κ. ἀλλ.: - ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐρ. [[ὅστις]] [[ἀρείων]] Θεόκρ. 5. 67· [[ὁπότερος]] γενναιότερος Πλάτ. Λύσ. 207C: -- ἀπόλ. παρὰ Πλάτ. ἐπὶ σοφιστικῶν φιλονεικιῶν, ἀντίθ. τῷ διαλέγεσθαι, Πολ. 454Α, πρβλ. Πρωτ. 337Β. 2) [[ἀνταγωνίζομαι]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, εἶμαι ἀντίπαλός τινος, οὐκ ἄν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]] Ἰλ. Γ. 223· ἐπεί σφισιν οὕ τις ἔριζεν Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξεν. Κυν. 1. 12: - μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἀνταγωνίζομαι]], εἶμαι [[ἀντίπαλος]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα ἔν τινι πράγματι, οὐδ’ εἰ... Ἀφροδίτῃ [[κάλλος]] ἐρίζοι Ἰλ. Ι. 389, πρβλ. Ὀδ. Ε. 213, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 5: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., δρηστοσύνῃ οὐκ ἂν μοι ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]]. «τῇ ἐν τῇ διακονίᾳ ἐνεργείᾳ» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 321· οὕτω παρ’ Ἀττ., γνώμῃ ἐρ. τινὶ Λυσ. 194. 34· [[ὡσαύτως]] ἐρίζητον (Ἐπικ. ἀντὶ -ετον) περὶ ἴσης Ἰλ. Μ. 423· ἐρίσσειαν περὶ μύθων Ο. 284· ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 49· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Ὀδ. Σ. 38· ἶσα δὲ πίνειν [[οὔτις]] οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440Ε. 3) ἀπολ., [[δύναμαι]] ν’ ἀγωνισθῶ, νὰ ἔλθω εἰς ἅμιλλαν [[πρός]] τινα, [[Νέστωρ]] οἷος ἔριζεν, «ἐξισοῦτο» (Σχολ.) Ἰλ. Β. 555. ΙΙ. ὁ Ὅμ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὸ μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., ᾧ τόξῳ οὔ τίς τοι ἐρίζεται Ἰλ. Ε. 172· ἀνδρῶν δ’ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται... κτήμασιν Ὀδ. Δ. 80· [[οὕτως]], ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Ἡσ. Θ. 534· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῷ οὔ τις [[ἐρήρισται]] [[κράτος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 53, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 155, Ι. 4. 49 (3. 47).
}}
}}