3,274,313
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρίζω''': Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρίζοντι Πινδ. Ν. 5. 72· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐριζέμεναι, -έμεν Ἰλ. Φ. 185, Ψ. 404, Δωρ. [[ἐρίσδεν]] Θεόκρ. 6. 5: παρατ. ἤριζον Δημ. 113. 20. Ἐπικ. ἔριζον Ἰλ. Β. 555, Ἰων. ἐρίζεσκον Ὀδ. Θ. 225: μέλλ. ἐρίσω (δι-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 127. Δωρ. ἐρίξω, Πίνδ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 56. 94: Ἐπικ. ἀόρ. ἤρῐσα Ἡσ. Θ. 928, Λυσ. 194. 33, ποιητ. ἔρισα Πινδ. Ι. 8 (7). 60· Ἐπικ. εὐκτ. ἐρίσσειε Ὅμ., ἴδε κατωτ.· Δωρ. ἤριξα Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 26: - πρκμ. ἤρικα Πολύβ. 3. 91, 7: - Μέσ., Ἐπικ. παρατ. ἐρέζετο Ἡσ. Θ. 534: Ἐπικ. ἀορ. ὑποτ. ἐρίσσεται (ἀντὶ ἐρίσηται) Ὀδ. Δ. 80. - Παθ., Ἐπικ. πρκμ. ἐρήρισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), ἴδε κατωτ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἐρέθω, ἐρεθίζω). Μάχομαι, φιλονεικῶ, μαλλώνω, συνήθως ἐπὶ λογομαχιῶν, τινί, [[πρός]] τινα, Ἰλ. Α. 6. κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀλλήλοις Ὀδ. Σ. 277, Πλάτ.· [[ἀντιβίην]] τινὶ Ἰλ. Α. 277· [[ἀντία]] τινὶ Πινδ. Π. 4. 507· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 162, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Πλάτ. Πολ. 395D· ὗς ποτ’ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Θεόκρ. 5. 23· [[περί]] τινος Ἰλ. Μ. 423, κ. ἀλλ.: - ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐρ. [[ὅστις]] [[ἀρείων]] Θεόκρ. 5. 67· [[ὁπότερος]] γενναιότερος Πλάτ. Λύσ. 207C: -- ἀπόλ. παρὰ Πλάτ. ἐπὶ σοφιστικῶν φιλονεικιῶν, ἀντίθ. τῷ διαλέγεσθαι, Πολ. 454Α, πρβλ. Πρωτ. 337Β. 2) [[ἀνταγωνίζομαι]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, εἶμαι ἀντίπαλός τινος, οὐκ ἄν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]] Ἰλ. Γ. 223· ἐπεί σφισιν οὕ τις ἔριζεν Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξεν. Κυν. 1. 12: - μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἀνταγωνίζομαι]], εἶμαι [[ἀντίπαλος]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα ἔν τινι πράγματι, οὐδ’ εἰ... Ἀφροδίτῃ [[κάλλος]] ἐρίζοι Ἰλ. Ι. 389, πρβλ. Ὀδ. Ε. 213, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 5: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., δρηστοσύνῃ οὐκ ἂν μοι ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]]. «τῇ ἐν τῇ διακονίᾳ ἐνεργείᾳ» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 321· οὕτω παρ’ Ἀττ., γνώμῃ ἐρ. τινὶ Λυσ. 194. 34· [[ὡσαύτως]] ἐρίζητον (Ἐπικ. ἀντὶ -ετον) περὶ ἴσης Ἰλ. Μ. 423· ἐρίσσειαν περὶ μύθων Ο. 284· ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 49· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Ὀδ. Σ. 38· ἶσα δὲ πίνειν [[οὔτις]] οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440Ε. 3) ἀπολ., [[δύναμαι]] ν’ ἀγωνισθῶ, νὰ ἔλθω εἰς ἅμιλλαν [[πρός]] τινα, [[Νέστωρ]] οἷος ἔριζεν, «ἐξισοῦτο» (Σχολ.) Ἰλ. Β. 555. ΙΙ. ὁ Ὅμ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὸ μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., ᾧ τόξῳ οὔ τίς τοι ἐρίζεται Ἰλ. Ε. 172· ἀνδρῶν δ’ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται... κτήμασιν Ὀδ. Δ. 80· [[οὕτως]], ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Ἡσ. Θ. 534· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῷ οὔ τις [[ἐρήρισται]] [[κράτος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 53, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 155, Ι. 4. 49 (3. 47). | |lstext='''ἐρίζω''': Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρίζοντι Πινδ. Ν. 5. 72· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐριζέμεναι, -έμεν Ἰλ. Φ. 185, Ψ. 404, Δωρ. [[ἐρίσδεν]] Θεόκρ. 6. 5: παρατ. ἤριζον Δημ. 113. 20. Ἐπικ. ἔριζον Ἰλ. Β. 555, Ἰων. ἐρίζεσκον Ὀδ. Θ. 225: μέλλ. ἐρίσω (δι-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 127. Δωρ. ἐρίξω, Πίνδ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 56. 94: Ἐπικ. ἀόρ. ἤρῐσα Ἡσ. Θ. 928, Λυσ. 194. 33, ποιητ. ἔρισα Πινδ. Ι. 8 (7). 60· Ἐπικ. εὐκτ. ἐρίσσειε Ὅμ., ἴδε κατωτ.· Δωρ. ἤριξα Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 26: - πρκμ. ἤρικα Πολύβ. 3. 91, 7: - Μέσ., Ἐπικ. παρατ. ἐρέζετο Ἡσ. Θ. 534: Ἐπικ. ἀορ. ὑποτ. ἐρίσσεται (ἀντὶ ἐρίσηται) Ὀδ. Δ. 80. - Παθ., Ἐπικ. πρκμ. ἐρήρισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), ἴδε κατωτ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἐρέθω, ἐρεθίζω). Μάχομαι, φιλονεικῶ, μαλλώνω, συνήθως ἐπὶ λογομαχιῶν, τινί, [[πρός]] τινα, Ἰλ. Α. 6. κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀλλήλοις Ὀδ. Σ. 277, Πλάτ.· [[ἀντιβίην]] τινὶ Ἰλ. Α. 277· [[ἀντία]] τινὶ Πινδ. Π. 4. 507· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 162, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Πλάτ. Πολ. 395D· ὗς ποτ’ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Θεόκρ. 5. 23· [[περί]] τινος Ἰλ. Μ. 423, κ. ἀλλ.: - ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐρ. [[ὅστις]] [[ἀρείων]] Θεόκρ. 5. 67· [[ὁπότερος]] γενναιότερος Πλάτ. Λύσ. 207C: -- ἀπόλ. παρὰ Πλάτ. ἐπὶ σοφιστικῶν φιλονεικιῶν, ἀντίθ. τῷ διαλέγεσθαι, Πολ. 454Α, πρβλ. Πρωτ. 337Β. 2) [[ἀνταγωνίζομαι]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, εἶμαι ἀντίπαλός τινος, οὐκ ἄν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]] Ἰλ. Γ. 223· ἐπεί σφισιν οὕ τις ἔριζεν Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξεν. Κυν. 1. 12: - μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἀνταγωνίζομαι]], εἶμαι [[ἀντίπαλος]], ἀνθαμιλλῶμαι [[πρός]] τινα ἔν τινι πράγματι, οὐδ’ εἰ... Ἀφροδίτῃ [[κάλλος]] ἐρίζοι Ἰλ. Ι. 389, πρβλ. Ὀδ. Ε. 213, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 5: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., δρηστοσύνῃ οὐκ ἂν μοι ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]]. «τῇ ἐν τῇ διακονίᾳ ἐνεργείᾳ» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 321· οὕτω παρ’ Ἀττ., γνώμῃ ἐρ. τινὶ Λυσ. 194. 34· [[ὡσαύτως]] ἐρίζητον (Ἐπικ. ἀντὶ -ετον) περὶ ἴσης Ἰλ. Μ. 423· ἐρίσσειαν περὶ μύθων Ο. 284· ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 49· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Ὀδ. Σ. 38· ἶσα δὲ πίνειν [[οὔτις]] οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440Ε. 3) ἀπολ., [[δύναμαι]] ν’ ἀγωνισθῶ, νὰ ἔλθω εἰς ἅμιλλαν [[πρός]] τινα, [[Νέστωρ]] οἷος ἔριζεν, «ἐξισοῦτο» (Σχολ.) Ἰλ. Β. 555. ΙΙ. ὁ Ὅμ. [[ἐνίοτε]] μεταχειρίζεται τὸ μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., ᾧ τόξῳ οὔ τίς τοι ἐρίζεται Ἰλ. Ε. 172· ἀνδρῶν δ’ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται... κτήμασιν Ὀδ. Δ. 80· [[οὕτως]], ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Ἡσ. Θ. 534· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῷ οὔ τις [[ἐρήρισται]] [[κράτος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 53, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 155, Ι. 4. 49 (3. 47). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> [[ἤριζον]], <i>f.</i> ἐρίσω, <i>ao.</i> [[ἤρισα]], <i>pf.</i> [[ἤρικα]] ; <i>pf. Pass.</i> [[ἐρήρισμαι]];<br /><b>1</b> se quereller, être en querelle <i>ou</i> en lutte : τινι, [[πρός]] τινα, avec qqn;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> disputer, lutter, rivaliser (dans un concours, dans une lutte courtoise, <i>etc.</i>) : τινι, [[πρός]] τινα, lutter contre qqn ; τινι [[τι]], τινι [[περί]] τινος, rivaliser avec qqn pour qch ; τινι δρηστοσύνῃ OD lutter d’agilité avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐρίζομαι (<i>f.</i> ἐρίσομαι, <i>ao.</i> ἠρισάμην) lutter, combattre : τινι, avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]]. | |||
}} | }} |