Anonymous

τραγῳδέω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_6b)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] eine Tragödie oder ein Trauerspiel darstellen (eigtl. es absingen), u. übh. Etwas tragisch darstellen, ὁτιὴ τραγῳδῶ καὶ κακῶς αὐτὰς [[λέγω]], Ar. Thesm. 85. – Dah. übertr., im hohen, prachtvollen Tone des Trauerspiels singen, erzählen, darstellen; u. gew. mit tadelndem Nebenbegriff, übertreiben, mit Schmuck überladen, bes. vom Ausdruck; Plat. Crat. 414 c; τετραγῳδημένον, 418 d; Dem. 18, 13; Sp.; [[βίος]] τραγῳδούμενος, ein prächtiges, mit Glanz und Aufwand verbundenes Leben; τραγῳδεῖν τὴν ὠμότητα, Pol. 7, 7, 2, mit starken Farben schildern. – Später übh. Declamiren, Recitiren, Schol. Theocr. 1, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] eine Tragödie oder ein Trauerspiel darstellen (eigtl. es absingen), u. übh. Etwas tragisch darstellen, ὁτιὴ τραγῳδῶ καὶ κακῶς αὐτὰς [[λέγω]], Ar. Thesm. 85. – Dah. übertr., im hohen, prachtvollen Tone des Trauerspiels singen, erzählen, darstellen; u. gew. mit tadelndem Nebenbegriff, übertreiben, mit Schmuck überladen, bes. vom Ausdruck; Plat. Crat. 414 c; τετραγῳδημένον, 418 d; Dem. 18, 13; Sp.; [[βίος]] τραγῳδούμενος, ein prächtiges, mit Glanz und Aufwand verbundenes Leben; τραγῳδεῖν τὴν ὠμότητα, Pol. 7, 7, 2, mit starken Farben schildern. – Später übh. Declamiren, Recitiren, Schol. Theocr. 1, 19.
}}
{{ls
|lstext='''τρᾰγῳδέω''': [[παριστάνω]] τραγῳδίαν ([[κυρίως]], ᾄδω αὐτήν, πρβλ. [[τραγῳδία]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 1091. 2) [[μετὰ]] τοῦ ἀντικειμ. κατ’ αἰτ., [[παριστάνω]] τι ἐν τραγῳδίᾳ, τινας Ἀριστοφ. Θεσμ. 85· τρ. τὴν Ἀνδρομέδαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· τραγ. τι παρ’ [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 39. ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθεσις]] τραγῳδίας, Ἰσοκρ. 190Α, περὶ Ἀντιδ. § 144, Στράβ. 443, κλπ.· λέγομαι διὰ τραγικῆς φράσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 4· ὁ τραγῳδούμενος [[στέφανος]], [[περίφημος]] ἐν τῇ [[τραγῳδία]], Πλουτ. Ἀλέξ. 35· τὰ τραγῳδούμενα, ὑποθέσεις τῆς τραγῳδίας, ὁ αὐτ. 2. 837D. ΙΙ. μεταφορ., [[λέγω]], διηγοῦμαι ἐν τραγικῇ φράσει, ἀπαγγέλω τραγικῶς, ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει Δημ. 229. 18, πρβλ. 400. 17· [[ὄνομα]] τρ., κοσμῶ, [[καλλύνω]], [[καλλωπίζω]] λέξιν, Πλάτ. Κρατύλ. 414C, πρβλ. 418D. ― Παθητ., στολαὶ τετραγῳδημέναι, ὡς ἐν τῇ τραγῳδίᾳ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πομπώδεις, Ἀντιφ. ἐν «Ἀντείᾳ» 3· τετραγῳδημένοι, κόμπου πλήρεις, κομπορρήμονες, Διόδ. 5. 31. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν ᾄδω, τραγουδῶ, οὐκ ἐτραγῴδουν, οὐ παιᾶνας ᾖδον; Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 171Α· «[[ἀείδω]], τραγῳδῶ» Σχόλ. εἰς Ὀππ. Κυνηγ. 1, 1, Μακάρ. 224, Μαλάλ. 288, 10.
}}
}}