3,277,242
edits
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰγῳδέω''': [[παριστάνω]] τραγῳδίαν ([[κυρίως]], ᾄδω αὐτήν, πρβλ. [[τραγῳδία]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 1091. 2) [[μετὰ]] τοῦ ἀντικειμ. κατ’ αἰτ., [[παριστάνω]] τι ἐν τραγῳδίᾳ, τινας Ἀριστοφ. Θεσμ. 85· τρ. τὴν Ἀνδρομέδαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· τραγ. τι παρ’ [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 39. ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθεσις]] τραγῳδίας, Ἰσοκρ. 190Α, περὶ Ἀντιδ. § 144, Στράβ. 443, κλπ.· λέγομαι διὰ τραγικῆς φράσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 4· ὁ τραγῳδούμενος [[στέφανος]], [[περίφημος]] ἐν τῇ [[τραγῳδία]], Πλουτ. Ἀλέξ. 35· τὰ τραγῳδούμενα, ὑποθέσεις τῆς τραγῳδίας, ὁ αὐτ. 2. 837D. ΙΙ. μεταφορ., [[λέγω]], διηγοῦμαι ἐν τραγικῇ φράσει, ἀπαγγέλω τραγικῶς, ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει Δημ. 229. 18, πρβλ. 400. 17· [[ὄνομα]] τρ., κοσμῶ, [[καλλύνω]], [[καλλωπίζω]] λέξιν, Πλάτ. Κρατύλ. 414C, πρβλ. 418D. ― Παθητ., στολαὶ τετραγῳδημέναι, ὡς ἐν τῇ τραγῳδίᾳ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πομπώδεις, Ἀντιφ. ἐν «Ἀντείᾳ» 3· τετραγῳδημένοι, κόμπου πλήρεις, κομπορρήμονες, Διόδ. 5. 31. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν ᾄδω, τραγουδῶ, οὐκ ἐτραγῴδουν, οὐ παιᾶνας ᾖδον; Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 171Α· «[[ἀείδω]], τραγῳδῶ» Σχόλ. εἰς Ὀππ. Κυνηγ. 1, 1, Μακάρ. 224, Μαλάλ. 288, 10. | |lstext='''τρᾰγῳδέω''': [[παριστάνω]] τραγῳδίαν ([[κυρίως]], ᾄδω αὐτήν, πρβλ. [[τραγῳδία]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 1091. 2) [[μετὰ]] τοῦ ἀντικειμ. κατ’ αἰτ., [[παριστάνω]] τι ἐν τραγῳδίᾳ, τινας Ἀριστοφ. Θεσμ. 85· τρ. τὴν Ἀνδρομέδαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· τραγ. τι παρ’ [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 39. ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθεσις]] τραγῳδίας, Ἰσοκρ. 190Α, περὶ Ἀντιδ. § 144, Στράβ. 443, κλπ.· λέγομαι διὰ τραγικῆς φράσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 4· ὁ τραγῳδούμενος [[στέφανος]], [[περίφημος]] ἐν τῇ [[τραγῳδία]], Πλουτ. Ἀλέξ. 35· τὰ τραγῳδούμενα, ὑποθέσεις τῆς τραγῳδίας, ὁ αὐτ. 2. 837D. ΙΙ. μεταφορ., [[λέγω]], διηγοῦμαι ἐν τραγικῇ φράσει, ἀπαγγέλω τραγικῶς, ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει Δημ. 229. 18, πρβλ. 400. 17· [[ὄνομα]] τρ., κοσμῶ, [[καλλύνω]], [[καλλωπίζω]] λέξιν, Πλάτ. Κρατύλ. 414C, πρβλ. 418D. ― Παθητ., στολαὶ τετραγῳδημέναι, ὡς ἐν τῇ τραγῳδίᾳ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πομπώδεις, Ἀντιφ. ἐν «Ἀντείᾳ» 3· τετραγῳδημένοι, κόμπου πλήρεις, κομπορρήμονες, Διόδ. 5. 31. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν ᾄδω, τραγουδῶ, οὐκ ἐτραγῴδουν, οὐ παιᾶνας ᾖδον; Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 171Α· «[[ἀείδω]], τραγῳδῶ» Σχόλ. εἰς Ὀππ. Κυνηγ. 1, 1, Μακάρ. 224, Μαλάλ. 288, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> τετραγῳδημένος;<br /><i>litt.</i> chanter pendant l’immolation du bouc aux fêtes de Bacchus, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> figurer dans un chœur tragique, jouer une tragédie;<br /><b>2</b> mettre en scène dans une tragédie ; <i>Pass.</i> être un sujet de tragédie;<br /><b>3</b> agir, se vêtir, parler à la façon des acteurs tragiques ; <i>p. ext.</i> débiter d’un ton tragique, parler avec emphase, faire sonner haut.<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]]. | |||
}} | }} |