3,277,241
edits
(13_6b) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ([[μιαίνω]]), gefärbt, verunreinigt, <b class="b2">besudelt</b>; περὶ δ' [[αἷμα]] [[νένιπται]], [[οὐδέ]] ποθι [[μιαρός]], Il. 24, 419; übertr., mit Blutschuld befleckt, übh. verbrecherisch, ὦ μιαρὸν [[ἦθος]], Soph. Ant. 742, ἡ δ' αὖ μιαρὰ βρύκει, von der Krankheit gesagt, die abscheuliche, Tr. 983; ὁ [[ξένος]] ὁ [[μιαρός]], Eur. Cycl. 673; so auch μιαρὰ [[κεφαλή]], Ar. Ach. 273, öfter; auch μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον, Equ. 828; τὸ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται, Plat. Rep. IX, 589 e; ὡς [[Σωκράτης]] [[τίς]] ἐστι μιαρώτατος καὶ διαφθείρει τοὺς νέους, Apol. 23 b; leichter, ὦ μιαρέ, du Schelm, Phaedr. 236 e u. sonst; [[ἄνθρωπος]], Din. 1, 18; Xen. u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ([[μιαίνω]]), gefärbt, verunreinigt, <b class="b2">besudelt</b>; περὶ δ' [[αἷμα]] [[νένιπται]], [[οὐδέ]] ποθι [[μιαρός]], Il. 24, 419; übertr., mit Blutschuld befleckt, übh. verbrecherisch, ὦ μιαρὸν [[ἦθος]], Soph. Ant. 742, ἡ δ' αὖ μιαρὰ βρύκει, von der Krankheit gesagt, die abscheuliche, Tr. 983; ὁ [[ξένος]] ὁ [[μιαρός]], Eur. Cycl. 673; so auch μιαρὰ [[κεφαλή]], Ar. Ach. 273, öfter; auch μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον, Equ. 828; τὸ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται, Plat. Rep. IX, 589 e; ὡς [[Σωκράτης]] [[τίς]] ἐστι μιαρώτατος καὶ διαφθείρει τοὺς νέους, Apol. 23 b; leichter, ὦ μιαρέ, du Schelm, Phaedr. 236 e u. sonst; [[ἄνθρωπος]], Din. 1, 18; Xen. u. Folgde. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μιᾰρός''': -ά, -όν, ([[μιαίνω]]) κεκηλιδωμένος μὲ [[αἷμα]], «λερωμένος», περὶ δ’ [[αἷμα]] [[νένιπται]], [[οὐδέ]] ποθι μιαρὸς Ἰλ. Ω. 420. 2) μεμολυσμένος, μεμιασμένος δι’ αἵματος, Κιθαιρὼν Εὐρ. Βάκχ. 1384· μιαραὶ ἡμέραι τινὲς τοῦ Ἀνθεστηριῶνος, καθ’ ἃς προσεφέροντο ἐξιλαστικαὶ σπονδαὶ (χοαὶ) εἰς τοὺς νεκρούς, Ἡσύχ.· πρβλ. [[μίασμα]]. 3) [[καθόλου]], μεμολυσμένος, [[ἀκάθαρτος]], μ. καὶ [[ἄναγνος]] Ἀντιφῶν 116. 11, ἴδε ἰδίως Πλάτ. Νόμ. 716Α· ἐπὶ ζῴων, [[ἀκάθαρτος]], ὗν δὲ Αἰγύπτιοι μιαρὸν ἥγηνται [[θηρίον]] [[εἶναι]] Ἡρόδ. 2. 47. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[βδελυρός]], [[στυγερός]], [[ἐναγής]], Λατ. impurus, ὦ μ. [[ἦθος]] Σοφ. Ἀντ. 746, κτλ.· -ἀκολούθως, [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστοφ. ὡς [[ὀνειδισμός]], [[ἄθλιος]], [[κτηνώδης]], [[ἐλεεινός]], μ. κεφαλὴ Ἀχ. 285, πρβλ. 282· μιαρώτατος [[αὐτόθι]] 182· μ. [[φωνή]], [[ἄξεστος]], [[κτηνώδης]] [[φωνή]], Ἱππ. 218, πρβλ. Σοφ. Τρ. 987· μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 831· μ. τε καὶ ὀλιγαρχικοὺς Πλάτ. Πολ. 562D· - ἐπίρρ. μιαρῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 800· οὕτω φανερῶς καὶ μ. Δημ. 537. 1. 5) ὦ μιαρέ, ἀχρεῖε, ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 236Ε, κτλ. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108. | |||
}} | }} |