Anonymous

μιαρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιᾰρός''': -ά, -όν, ([[μιαίνω]]) κεκηλιδωμένος μὲ [[αἷμα]], «λερωμένος», περὶ δ’ [[αἷμα]] [[νένιπται]], [[οὐδέ]] ποθι μιαρὸς Ἰλ. Ω. 420. 2) μεμολυσμένος, μεμιασμένος δι’ αἵματος, Κιθαιρὼν Εὐρ. Βάκχ. 1384· μιαραὶ ἡμέραι τινὲς τοῦ Ἀνθεστηριῶνος, καθ’ ἃς προσεφέροντο ἐξιλαστικαὶ σπονδαὶ (χοαὶ) εἰς τοὺς νεκρούς, Ἡσύχ.· πρβλ. [[μίασμα]]. 3) [[καθόλου]], μεμολυσμένος, [[ἀκάθαρτος]], μ. καὶ [[ἄναγνος]] Ἀντιφῶν 116. 11, ἴδε ἰδίως Πλάτ. Νόμ. 716Α· ἐπὶ ζῴων, [[ἀκάθαρτος]], ὗν δὲ Αἰγύπτιοι μιαρὸν ἥγηνται [[θηρίον]] [[εἶναι]] Ἡρόδ. 2. 47. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[βδελυρός]], [[στυγερός]], [[ἐναγής]], Λατ. impurus, ὦ μ. [[ἦθος]] Σοφ. Ἀντ. 746, κτλ.· -ἀκολούθως, [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστοφ. ὡς [[ὀνειδισμός]], [[ἄθλιος]], [[κτηνώδης]], [[ἐλεεινός]], μ. κεφαλὴ Ἀχ. 285, πρβλ. 282· μιαρώτατος [[αὐτόθι]] 182· μ. [[φωνή]], [[ἄξεστος]], [[κτηνώδης]] [[φωνή]], Ἱππ. 218, πρβλ. Σοφ. Τρ. 987· μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 831· μ. τε καὶ ὀλιγαρχικοὺς Πλάτ. Πολ. 562D· - ἐπίρρ. μιαρῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 800· οὕτω φανερῶς καὶ μ. Δημ. 537. 1. 5) ὦ μιαρέ, ἀχρεῖε, ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 236Ε, κτλ. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
|lstext='''μιᾰρός''': -ά, -όν, ([[μιαίνω]]) κεκηλιδωμένος μὲ [[αἷμα]], «λερωμένος», περὶ δ’ [[αἷμα]] [[νένιπται]], [[οὐδέ]] ποθι μιαρὸς Ἰλ. Ω. 420. 2) μεμολυσμένος, μεμιασμένος δι’ αἵματος, Κιθαιρὼν Εὐρ. Βάκχ. 1384· μιαραὶ ἡμέραι τινὲς τοῦ Ἀνθεστηριῶνος, καθ’ ἃς προσεφέροντο ἐξιλαστικαὶ σπονδαὶ (χοαὶ) εἰς τοὺς νεκρούς, Ἡσύχ.· πρβλ. [[μίασμα]]. 3) [[καθόλου]], μεμολυσμένος, [[ἀκάθαρτος]], μ. καὶ [[ἄναγνος]] Ἀντιφῶν 116. 11, ἴδε ἰδίως Πλάτ. Νόμ. 716Α· ἐπὶ ζῴων, [[ἀκάθαρτος]], ὗν δὲ Αἰγύπτιοι μιαρὸν ἥγηνται [[θηρίον]] [[εἶναι]] Ἡρόδ. 2. 47. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[βδελυρός]], [[στυγερός]], [[ἐναγής]], Λατ. impurus, ὦ μ. [[ἦθος]] Σοφ. Ἀντ. 746, κτλ.· -ἀκολούθως, [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστοφ. ὡς [[ὀνειδισμός]], [[ἄθλιος]], [[κτηνώδης]], [[ἐλεεινός]], μ. κεφαλὴ Ἀχ. 285, πρβλ. 282· μιαρώτατος [[αὐτόθι]] 182· μ. [[φωνή]], [[ἄξεστος]], [[κτηνώδης]] [[φωνή]], Ἱππ. 218, πρβλ. Σοφ. Τρ. 987· μιαρώτατος περὶ τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἱππ. 831· μ. τε καὶ ὀλιγαρχικοὺς Πλάτ. Πολ. 562D· - ἐπίρρ. μιαρῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 800· οὕτω φανερῶς καὶ μ. Δημ. 537. 1. 5) ὦ μιαρέ, ἀχρεῖε, ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 236Ε, κτλ. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />souillé de sang ; impur ; <i>p. ext.</i> mauvais sujet, canaille;<br /><i>Cp.</i> μιαρώτερος, <i>Sp.</i> μιαρώτατος.<br />'''Étymologie:''' R. Mι, souiller, &gt; [[μιαίνω]].
}}
}}