Anonymous

προστάσσω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_7_2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] att. -ττω, 1) dazu anordnen, stellen, bes. von Aufstellung der Soldaten, πέμπταισι προσταχθέντα πύλαις, Aesch. Spt. 509, wie Soph. Ant. 666; χωρεῖτε [[ἕκαστος]] οἷ προστάσσομεν, Eur. Or. 1678; dah. wozu rechnen, zu einer Klasse oder Partei zählen, τινὰ [[πρός]] τινα, Her. 3, 89, τινά τινι, 7, 65; Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ; auch μοίρῃ τινὶ προστάσσειν ἑωυτόν, sich zu einer Partei schlagen, 1, 94; auch ἄρχοντα, dazu einsetzen, vorsetzen, Thuc. 8, 23. 87; vgl. auch Plat. Legg. VI, 784 a. – 2) dazu anordnen, gebieten, befehlen; ἔστιν ἡμῖν τοῦτο προστεταγμένον, Aesch. Eum. 208; χὤτι δεῖ πρόστασσε δρᾶν, Soph. O. C. 495, vgl. 1022; ὃς οὐδὲν ᾔδη πλὴν τὸ προσταχθὲν ποιεῖν, Phil. 998, σοὶ [[προστάσσω]] μένειν, Eur. Suppl. 589; τί προστετάχθαι δρᾶν; Phoen. 738; u. in Prosa: τινί τι, Her. u. Folgde; mit folgdm inf., Her. 7, 39. 9, 99; auch mit acc. c. inf., Xen. Mem. 1, 7, 4; bes. wie imperare, Einem Etwas auflegen zu leisten, τοῖσι προσετέτακτο [[ἵππος]], es war ihnen Reiterei zu stellen aufgelegt, Her. 7, 21; τὸ προστεταγμένον, τὰ προσταχθέντα, Befehle, Aufträge, 2, 121. 4, 9. 104; προσταχθέν, da es befohlen worden, Xen. Hell. 2, 5, 35; vgl. [[οὕτως]] ἐξ Ἀλεξάνδρου προστεταγμένον, Arr. An. 7, 3, 6; πολὺ [[ἔργον]] προστάττεις ὡς τηλικῷδε, Plat. Parm. 136 d; εἰ ἄρα προστάττοι τὸ [[ἐνύπνιον]] ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴν ποιεῖν, Phaed. 61 a, u. oft; ἡ [[ἀποδημία]] ἡ νῦν ἐμοὶ προστεταγμένη, 67 c; τὰ προσταχθέντα δρᾶν, Polit. 305 d; τῷ πρεσβυτέρῳ νεωτέρων πάντων ἄρχειν προστετάξεται, Rep. V, 465 a; Xen. u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] att. -ττω, 1) dazu anordnen, stellen, bes. von Aufstellung der Soldaten, πέμπταισι προσταχθέντα πύλαις, Aesch. Spt. 509, wie Soph. Ant. 666; χωρεῖτε [[ἕκαστος]] οἷ προστάσσομεν, Eur. Or. 1678; dah. wozu rechnen, zu einer Klasse oder Partei zählen, τινὰ [[πρός]] τινα, Her. 3, 89, τινά τινι, 7, 65; Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ; auch μοίρῃ τινὶ προστάσσειν ἑωυτόν, sich zu einer Partei schlagen, 1, 94; auch ἄρχοντα, dazu einsetzen, vorsetzen, Thuc. 8, 23. 87; vgl. auch Plat. Legg. VI, 784 a. – 2) dazu anordnen, gebieten, befehlen; ἔστιν ἡμῖν τοῦτο προστεταγμένον, Aesch. Eum. 208; χὤτι δεῖ πρόστασσε δρᾶν, Soph. O. C. 495, vgl. 1022; ὃς οὐδὲν ᾔδη πλὴν τὸ προσταχθὲν ποιεῖν, Phil. 998, σοὶ [[προστάσσω]] μένειν, Eur. Suppl. 589; τί προστετάχθαι δρᾶν; Phoen. 738; u. in Prosa: τινί τι, Her. u. Folgde; mit folgdm inf., Her. 7, 39. 9, 99; auch mit acc. c. inf., Xen. Mem. 1, 7, 4; bes. wie imperare, Einem Etwas auflegen zu leisten, τοῖσι προσετέτακτο [[ἵππος]], es war ihnen Reiterei zu stellen aufgelegt, Her. 7, 21; τὸ προστεταγμένον, τὰ προσταχθέντα, Befehle, Aufträge, 2, 121. 4, 9. 104; προσταχθέν, da es befohlen worden, Xen. Hell. 2, 5, 35; vgl. [[οὕτως]] ἐξ Ἀλεξάνδρου προστεταγμένον, Arr. An. 7, 3, 6; πολὺ [[ἔργον]] προστάττεις ὡς τηλικῷδε, Plat. Parm. 136 d; εἰ ἄρα προστάττοι τὸ [[ἐνύπνιον]] ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴν ποιεῖν, Phaed. 61 a, u. oft; ἡ [[ἀποδημία]] ἡ νῦν ἐμοὶ προστεταγμένη, 67 c; τὰ προσταχθέντα δρᾶν, Polit. 305 d; τῷ πρεσβυτέρῳ νεωτέρων πάντων ἄρχειν προστετάξεται, Rep. V, 465 a; Xen. u. Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''προστάσσω''': Ἀττ. -ττω· Δωρ. [[ποτιτάσσω]] Συλλ. Ἐπιγρ. 2525. 91. Ι. μετ’ αἰτ. προσ., 1) τοποθετῶ ἢ [[παρατάσσω]] ἔν τινι τόπῳ, [[κυρίως]] ἐπὶ στρατοῦ, προσταχθεὶς πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 527, πρβλ. 570, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 670· χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (ἐξυπ. ὑμᾶς) Εὐρ. Ὀρ. 1678. - Παθ., προσταχθέντα... πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 527· ᾗ ἄν τις προσταχθῇ Θουκ. 2. 87, πρβλ. 7. 70. 2) [[τάσσω]] πλησίον, προσαρτῶ εἴς τινα, πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους προστάσσων, προσαρτῶν δὲ εἰς τὰ ἔθνη καὶ τοὺς πλησιοχώρους (ὡς μὴ ὄντας [[ἀρκούντως]] πολυαρίθμους [[ὥστε]] νὰ ἀποτελέσωσιν ἰδίαν σατραπείαν), Ἡρόδ. 3. 89· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ μὲν τῇ μένειν [[αὐτοῦ]] λαγχανούσῃ τῶν μοιρέων ἑωυτὸν τὸν βασιλέα προστάσσειν, «καὶ τῆς μὲν μοίρας εἰς τὴν ὁποίαν ἤθελε πέσει ὁ λαχνὸς νὰ μένῃ εἰς τὸν τόπον, νὰ [[εἶναι]] ἀρχηγὸς ὁ [[ἴδιος]]» ([[μετάφρασις]] Ραδινοῦ), ὁ αὐτ. 1. 94· οὕτω, πρ. τινάς τινι, [[ὑποβάλλω]] εἰς τὰς διαταγάς τινος, Θουκ. 5. 8· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἰνδοὶ προσετετάχατο... Φαρναζάθρῃ Ἡρόδ. 7. 65· στρατηγῷ τινι προστεταγμένοι Θουκ. 6. 42· - περὶ τῆς γραφῆς προσταχθέντα ἐν Σοφ. Ο. Τ. 206, ἴδε ἐν λ. [[προΐστημι]], ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Τ. 206. 3) τἀνάπαλιν, πρ. ἄρχοντά τινι, [[διορίζω]] ὡς ἄρχοντα, κυβερνήτην, ἐπί τινος, Θουκ. 6. 93· καὶ [[ἄνευ]] τῆς δοτικῆς, ὁ αὐτ. 3. 16., 8. 23· Παθ., 8. 8. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., δίδω ὡς προσταγήν, [[ἐπιβάλλω]], [[ἔργον]], πόνον πρ. τινὶ Ἡρόδ. 1. 114, Εὐρ. Ἴων. 1176, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 25, Πλάτ., κλπ.· πολλὰς ἐπιμελείας Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 8· πρ. ἓξ μνᾶς, [[ὁρίζω]] ἐκ τῶν προτέρων 6 μνᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 6, 7· [[ὡσαύτως]], πρ. τινὶ [[περί]] τινος Δημ. 363. 26. - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 818Ε. - Παθ., τοῖσι δὲ [[ἵππος]] προσετέτακτο, εἰς τούτους εἶχε δοθῆ διαταγὴ (εἶχεν ὁρισθῆ) νὰ παράσχωσιν ἱππικόν, Ἡρόδ. 7. 21, Αἰσχύλ. Εὐμ. 208· τὰ προσταχθέντα Ἡρόδ. 2. 121, 4· τὸ προστεταγμένον ὁ αὐτ. 9. 104· τὸ προσταχθὲν Ἡρόδ. 1. 114, Σοφ. Φιλ. 1010· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· ἀπολ., προσταχθέν μοι Λυσί. 183. 12, Δημ. 1210. 5· [[πλείω]] τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων δαπανᾶσθαι Λυσί. 172. 18. 2) [[μετὰ]] δοτικῆς προσ. καὶ ἀπαρεμφ., ὡς καὶ νῦν, [[προστάσσω]], διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 5. 105., 9. 99, Σοφ. Ο. Κ. 494, 1018, κτλ.· ἡ δὲ δοτικὴ αὕτη πρέπει νὰ ἐξυπακούηται ἐν χωρίοις, οἷα τὰ ἐν Ἡροδ. 1. 80· [[ὡσαύτως]], πρ. τινὶ [[ὅπως]]... Ξεν. Κύρ. 7. 1, 20, πρβλ. [[προστακτέον]]. - Παθητ., ἀπροσ., ἐκέλευε τοῖσι προσετέτακτο [[ταῦτα]] πρήσσειν... διαταμέειν Ἡρόδ. 7. 39. 3) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑλ. 890, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 3· ἀμφότεραι δὲ αἱ συντάξεις ἀπαντῶσιν εἰς συνεχεῖς προτάσεις, [[οἷον]] ὅσα οἱ νόμοι πρ. τοὺς προσήκοντες ποιεῖν ἡμῖν καὶ ἀναγκάζουσι ποιεῖν Δημ. 1070. 1. - Παθ., διατάττομαι νὰ πράξω τι, τέσσερες... κῶμαι... τοῖσι κυσὶ προσετετάχατο σιτία παρέχειν Ἡρόδ. 1. 192, πρβλ. Θουκ. 5. 75, κτλ. 4) ἀπολ., διατάττω, [[κελεύω]], εἶμαι [[κύριος]], ἀντίθετον τῷ [[ὑπηρετέω]], Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 6. - Παθ., προστάσσομαι, [[λαμβάνω]] διαταγάς, οἱ προστεταγμένοι Θουκ. 1. 136.
}}
}}