Anonymous

γνῶσις: Difference between revisions

From LSJ
6_8
(13_6a)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] ἡ, 1) das Erkennen, Thuc. 7, 44; Einsicht, Kenntniß, Plat. Soph. 267 b; γνῶσιν ἔχειν Theaet. 193 d u. öfter; auch Folgde; höhere Einsicht, Weisheit, K. S. Aber γνῶσιν ἔχει τι, es wird erkannt, Plat. Theaet. 206 b. – 2) das richterliche Erkenntniß, Dem. 7, 9 u. öfter; vgl. Poll. 2, 129; bes. vom Schiedsrichter: Dekret, Luc. merc. cond. 12. – 3) das Bekanntsein, Bekanntschaft; κατὰ τὴν γνῶσίν μοι τὴν πρὸς αὐτόν Aesch. 1, 50. 68 (in Zeugenaussagen); Ruf, Ruhm, Luc. Herod. 3; Hdn. 7, 5, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] ἡ, 1) das Erkennen, Thuc. 7, 44; Einsicht, Kenntniß, Plat. Soph. 267 b; γνῶσιν ἔχειν Theaet. 193 d u. öfter; auch Folgde; höhere Einsicht, Weisheit, K. S. Aber γνῶσιν ἔχει τι, es wird erkannt, Plat. Theaet. 206 b. – 2) das richterliche Erkenntniß, Dem. 7, 9 u. öfter; vgl. Poll. 2, 129; bes. vom Schiedsrichter: Dekret, Luc. merc. cond. 12. – 3) das Bekanntsein, Bekanntschaft; κατὰ τὴν γνῶσίν μοι τὴν πρὸς αὐτόν Aesch. 1, 50. 68 (in Zeugenaussagen); Ruf, Ruhm, Luc. Herod. 3; Hdn. 7, 5, 12.
}}
{{ls
|lstext='''γνῶσις''': -εως, ἡ, (√ΓΝΟ, γιγνώσκω) τὸ νὰ ζητήσῃ τις νὰ μάθῃ, ἡ [[μετὰ]] κρίσεως [[ἐξέτασις]] ἢ [[ἔρευνα]] ἰδίως δικαστική, Λατ. cognitio, τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις Δημ. 302. 28· τὴν τοῦ διαιτητοῦ γν. ὁ αὐτ. 544. 2, πρβλ. 79. 1., 775. 14, Λυκοῦργ. 168. 1. ΙΙ. τὸ γιγνώσκειν, κατέχειν τι ἐν τῇ διανοίᾳ, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., ὡς Πολ. 478C, Ἀριστ., κ. ἀλλ.·― ἰδίως: ὑψηλοτέρα [[γνῶσις]], βαθυτέρα [[σοφία]], Α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. 8. 7, 10, π. Ἐφεσ. 3. 19, Ἐκκλ.· πρβλ. [[γνωστικός]]. 2) γνωριμία μὲ πρόσωπόν τι, [[πρός]] τινα παρ’ Αἰσχίν. 8. 4. 3) τὸ γνωρίζειν, ἀναγνωρίζειν, Θουκ. 7. 44. 4) σαρκικὴ γνωριμία, [[μῖξις]], Κλήμ. Ἀλ. 470. ΙΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τι γνωστόν, γνῶσιν ἔχει τι = γιγνώσκεται Πλάτ. Θεαιτ. 206Β·― [[φήμη]], [[ὑπόληψις]], Ἡρωδιαν. 7. 5, Λουκ. Ἡροδ. 3.
}}
}}