3,258,334
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνῶσις''': -εως, ἡ, (√ΓΝΟ, γιγνώσκω) τὸ νὰ ζητήσῃ τις νὰ μάθῃ, ἡ [[μετὰ]] κρίσεως [[ἐξέτασις]] ἢ [[ἔρευνα]] ἰδίως δικαστική, Λατ. cognitio, τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις Δημ. 302. 28· τὴν τοῦ διαιτητοῦ γν. ὁ αὐτ. 544. 2, πρβλ. 79. 1., 775. 14, Λυκοῦργ. 168. 1. ΙΙ. τὸ γιγνώσκειν, κατέχειν τι ἐν τῇ διανοίᾳ, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., ὡς Πολ. 478C, Ἀριστ., κ. ἀλλ.·― ἰδίως: ὑψηλοτέρα [[γνῶσις]], βαθυτέρα [[σοφία]], Α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. 8. 7, 10, π. Ἐφεσ. 3. 19, Ἐκκλ.· πρβλ. [[γνωστικός]]. 2) γνωριμία μὲ πρόσωπόν τι, [[πρός]] τινα παρ’ Αἰσχίν. 8. 4. 3) τὸ γνωρίζειν, ἀναγνωρίζειν, Θουκ. 7. 44. 4) σαρκικὴ γνωριμία, [[μῖξις]], Κλήμ. Ἀλ. 470. ΙΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τι γνωστόν, γνῶσιν ἔχει τι = γιγνώσκεται Πλάτ. Θεαιτ. 206Β·― [[φήμη]], [[ὑπόληψις]], Ἡρωδιαν. 7. 5, Λουκ. Ἡροδ. 3. | |lstext='''γνῶσις''': -εως, ἡ, (√ΓΝΟ, γιγνώσκω) τὸ νὰ ζητήσῃ τις νὰ μάθῃ, ἡ [[μετὰ]] κρίσεως [[ἐξέτασις]] ἢ [[ἔρευνα]] ἰδίως δικαστική, Λατ. cognitio, τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις Δημ. 302. 28· τὴν τοῦ διαιτητοῦ γν. ὁ αὐτ. 544. 2, πρβλ. 79. 1., 775. 14, Λυκοῦργ. 168. 1. ΙΙ. τὸ γιγνώσκειν, κατέχειν τι ἐν τῇ διανοίᾳ, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., ὡς Πολ. 478C, Ἀριστ., κ. ἀλλ.·― ἰδίως: ὑψηλοτέρα [[γνῶσις]], βαθυτέρα [[σοφία]], Α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. 8. 7, 10, π. Ἐφεσ. 3. 19, Ἐκκλ.· πρβλ. [[γνωστικός]]. 2) γνωριμία μὲ πρόσωπόν τι, [[πρός]] τινα παρ’ Αἰσχίν. 8. 4. 3) τὸ γνωρίζειν, ἀναγνωρίζειν, Θουκ. 7. 44. 4) σαρκικὴ γνωριμία, [[μῖξις]], Κλήμ. Ἀλ. 470. ΙΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τι γνωστόν, γνῶσιν ἔχει τι = γιγνώσκεται Πλάτ. Θεαιτ. 206Β·― [[φήμη]], [[ὑπόληψις]], Ἡρωδιαν. 7. 5, Λουκ. Ἡροδ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> connaissance, notion;<br /><b>2</b> action de reconnaître;<br /><b>3</b> action de connaître de ; enquête <i>ou</i> instruction judiciaire ; décision, décret;<br /><b>4</b> connaissance (de qqn), relations d’amitié.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | }} |