Anonymous

διατμήγω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_7_1)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] = [[διατέμνω]] (s. [[τμήγω]]), <b class="b2">durchschneiden</b>; [[τόδε]] [[λαῖτμα]] διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα [[λαῖτμα]] διέτμαγον 7, 276; <b class="b2">trennen</b>, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; [[διέτμαγεν]], = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντε Iliad. 7, 302; [[διέτμαγεν]] ἐν ὄρεσσιν sie <b class="b2">zerstreuten</b> sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες [[διέτμαγεν]] [[ἄλλυδις]] ἄλλη [[λᾶος]] ὑπὸ ῥιπῆς, wurden <b class="b2">aus einander gesprengt</b>, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον [[δόρυ]] νηλέι χαλκῷ, <b class="b2">zerhauen</b>. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτθὰ διατμήξας, <b class="b2">zerschneiden</b>, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] = [[διατέμνω]] (s. [[τμήγω]]), <b class="b2">durchschneiden</b>; [[τόδε]] [[λαῖτμα]] διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα [[λαῖτμα]] διέτμαγον 7, 276; <b class="b2">trennen</b>, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; [[διέτμαγεν]], = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντε Iliad. 7, 302; [[διέτμαγεν]] ἐν ὄρεσσιν sie <b class="b2">zerstreuten</b> sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες [[διέτμαγεν]] [[ἄλλυδις]] ἄλλη [[λᾶος]] ὑπὸ ῥιπῆς, wurden <b class="b2">aus einander gesprengt</b>, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον [[δόρυ]] νηλέι χαλκῷ, <b class="b2">zerhauen</b>. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτθὰ διατμήξας, <b class="b2">zerschneiden</b>, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.
}}
{{ls
|lstext='''διατμήγω''': ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ [[διατέμνω]], [[κόπτω]] εἰς δύο, [[ἔνθα]] διατμήξας…, [[τότε]] διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος [[λαῖτμα]] διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ [[κῦμα]]. Ὀδ. Η. 276· [[λαῖτμα]] διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., [[διακρίνω]] αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· [[ὡσαύτως]], διεσκορπίσθησαν [[μακράν]], Ἰλ. Π. 354.
}}
}}