Anonymous

διατμήγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατμήγω''': ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ [[διατέμνω]], [[κόπτω]] εἰς δύο, [[ἔνθα]] διατμήξας…, [[τότε]] διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος [[λαῖτμα]] διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ [[κῦμα]]. Ὀδ. Η. 276· [[λαῖτμα]] διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., [[διακρίνω]] αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· [[ὡσαύτως]], διεσκορπίσθησαν [[μακράν]], Ἰλ. Π. 354.
|lstext='''διατμήγω''': ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ [[διατέμνω]], [[κόπτω]] εἰς δύο, [[ἔνθα]] διατμήξας…, [[τότε]] διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος [[λαῖτμα]] διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ [[κῦμα]]. Ὀδ. Η. 276· [[λαῖτμα]] διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., [[διακρίνω]] αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· [[ὡσαύτως]], διεσκορπίσθησαν [[μακράν]], Ἰλ. Π. 354.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διέτμηξα, <i>ao.2</i> διέτμαγον;<br /><b>1</b> couper en deux : λαίτμα δ. OD fendre le flot (en nageant);<br /><b>2</b> séparer ; <i>Pass.</i> se séparer : [[ἐν]] φιλότητι IL avec des sentiments d’amitié ; <i>abs.</i> se séparer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τμήγω]].
}}
}}