3,277,301
edits
(13_6b) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0963.png Seite 963]] (s. [[μίγνυμι]]), dazu, darunter mischen, Nic. Th. 572; [[αἷμα]] θνητοῖς Pind. P. 2, 32; Αἰθιόπεσσι χεῖρας, mit ihnen handgemein werden, N. 3, 58; übertr., ἀγλαΐαισι λαόν 9, 31; ἐπέμιξεν ἡ [[φύσις]] ἡδονήν Plat. Phaedr. 240 b. – Häufiger im med., sich darunter mischen, Verkehr mit Einem haben, ἐπεμίγνυντο ἀκηρυκτὶ παρ' ἀλλήλους Thuc. 2, 1, der 1, 146 ἐπεμίγνυντο καὶ παρ' ἀλλήλους ἐφοίτων vrbdt; auch act., ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις 1, 2, wie Xen. An. 3, 5, 16 ἐπιμιγνύναι σφῶν τε (sc. τινὰς) πρὸς ἐκείνους καὶ ἐκείνους πρὸς αὐτούς die bessere Lesart für ἐπιμίγνυσθαι ist; ἀλλήλοις φυσικῶς Cyr. 7, 4, 5; vgl. γυναῖκα μἡ ἐπιμεμιγμένην ἑτέρῳ ἀνδρί Dem. 59, 75. Auch τόπῳ, wiederholt an einen Ort gehen, Ruhnk. ep. crit. p. 99; ταῖς πράξεσιν, sich darein mischen, Plut. Flam. 2. Vgl. [[ἐπιμίσγω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0963.png Seite 963]] (s. [[μίγνυμι]]), dazu, darunter mischen, Nic. Th. 572; [[αἷμα]] θνητοῖς Pind. P. 2, 32; Αἰθιόπεσσι χεῖρας, mit ihnen handgemein werden, N. 3, 58; übertr., ἀγλαΐαισι λαόν 9, 31; ἐπέμιξεν ἡ [[φύσις]] ἡδονήν Plat. Phaedr. 240 b. – Häufiger im med., sich darunter mischen, Verkehr mit Einem haben, ἐπεμίγνυντο ἀκηρυκτὶ παρ' ἀλλήλους Thuc. 2, 1, der 1, 146 ἐπεμίγνυντο καὶ παρ' ἀλλήλους ἐφοίτων vrbdt; auch act., ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις 1, 2, wie Xen. An. 3, 5, 16 ἐπιμιγνύναι σφῶν τε (sc. τινὰς) πρὸς ἐκείνους καὶ ἐκείνους πρὸς αὐτούς die bessere Lesart für ἐπιμίγνυσθαι ist; ἀλλήλοις φυσικῶς Cyr. 7, 4, 5; vgl. γυναῖκα μἡ ἐπιμεμιγμένην ἑτέρῳ ἀνδρί Dem. 59, 75. Auch τόπῳ, wiederholt an einen Ort gehen, Ruhnk. ep. crit. p. 99; ταῖς πράξεσιν, sich darein mischen, Plut. Flam. 2. Vgl. [[ἐπιμίσγω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιμίγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -μίξω. Προσθέτω διὰ μίξεως, κόλακι… ἐπέμιξεν ἡ [[φύσις]] ἡδονήν τινα, προσέθηκε μῖγμά τι (ἢ [[μέρος]] τι) ἡδονῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β· [[αἰτέω]] σε, … Ζεῦ πάτερ, ἀγλαΐαισιν δ’ ἀστυνόμοις ἐπιμῖξαι λαόν, νὰ καταστήσῃς, δὲ τὸν λαὸν οἰκεῖον εἰς τιμὰς κερδαινομένας ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ν. 9. 74· ἐμφύλιον [[αἷμα]] ἐπέμιξε θνητοῖς, ἐπήνεγκεν ἐμφυλίους φόνους μεταξὺ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 59· ἐπ. τισὶ χεῖρας, μάχεσθαι αὐτοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 107. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἐμπορικὰς ἢ ἄλλας, συγκοινωνῶ, οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 2· [[πρός]] τινας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16· τισι Ἡλιόδ. 6. 13· χωρίῳ ἐπ., [[ἔρχομαι]] πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 5. 33. ΙΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ἐπιμίγνυσθαι ἀλλήλοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 5· παρ’ ἀλλήλοις Θουκ. 2. 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 146· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί, συναντᾶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 12· ταῖς πράξεσι ὁ αὐτ. ἐν Φλαμιν. 2: ― ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἐπ. ἀνδρὶ Δημ. 1370. 21, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 22: ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], ἐπιμίγνυσθαι τόπῳ, συχνάζειν εἰς τόπον τινά, Ruhnk. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 99· ἐπ. [[δεῦρο]] Φιλόστρ. 206. ― Ὁ ἀρχαιότερος [[τύπος]] ἦτο [[ἐπιμίσγω]], ὃ ἴδε. | |||
}} | }} |